- Βιετνάμ
- Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη ακτογραμμή από τη Θάλασσα της Κίνας.Τα σύνορα του κράτους του Β. διαμορφώθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και παγιώθηκαν μετά τη λήξη του πολυετούς πολέμου (πρώτα εμφύλιου και μετά αμυντικού κατά των ΗΠΑ) το 1975, στην περιοχή εκείνη της νοτιοανατολικής Ασίας που αποτελούσε παλαιότερα τις ιστορικές κινεζικές επαρχίες Ανάμ, Τονκίν και Κοχινκίνας, που οι λαοί τους βαθμιαία διαμόρφωσαν αυτόνομη εθνική συνείδηση κατά τον 19ο αι. Μετά από μια 20ετή περίοδο διαίρεσης του κράτους σε Βόρειο και Νότιο Β., το 1976 ενοποιήθηκε στα παραδοσιακά σύνορά του, δίπλα στην Καμπότζη, το Λάος και την Κίνα. Με όλες αυτές τις χώρες υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα εδαφικών διεκδικήσεων (καθώς επίσης και με την Ταϊβάν, τη Μαλαισία, τις Φιλιππίνες και το Μπρουνέι, στον θαλάσσιο χώρο).Η σημερινή Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Β., που προέκυψε από την ένωση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Β. (Βόρειου) και της Δημοκρατίας του Β. (Νότιου), διαιρείται σε 8 διαμερίσματα, τα οποία περιλαμβάνουν 58 επαρχίες και 3 δήμους, που εξαρτώνται από την κεντρική διοίκηση. Οι δήμοι αυτοί είναι των τριών μεγαλύτερων πόλεων της χώρας (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 1999): Ανόι (Ha Noi, 2.672.122), Χο Τσι Μινχ (Thanh Pho Ho Chi Minh, 5.037.155) και Χαϊφόνγκ (Hai Phong, 1.672.992). Οι επαρχίες, μετά τη διοικητική ανακατανομή που έγινε το 1994 (με αύξηση του αριθμού τους), είναι οι εξής: στο βορειοανατολικό διαμέρισμα της χώρας (67.005 τ. χλμ., 10.860.417 κάτ. το 1999), οι Βινχ Φουκ, Γεν Μπάι, Κάο Μπανγκ, Κουάνγκ Νινχ, Λανγκ Σον, Λάο Τσάι, Μπακ Τζιάνγκ, Μπακ Καν, Μπακ Νινχ, Τάι Ντζιούεν, Τιεν Κουάνγκ, Φου Το και Χα Τζιάνγκ. Στο βορειοδυτικό διαμέρισμα (39.955 τ. χλμ., 2.227.686 κάτ.), οι Λάι Τσάου, Σον Λα και Χόα Μπινχ. Στο διαμέρισμα Δέλτα του Ερυθρού Ποταμού (12.517 τ. χλμ., 14.800.066 κάτ.), οι Ναμ Ντινχ, Νινχ Μπινχ, Τάι Μπινχ, Χα Ναμ, Χα Τάι, Χάι Ντιονγκ, Χουνγκ Γεν και ο δήμος Χαϊφόνγκ. Στο διαμέρισμα της βόρειας κεντρικής ακτής (51.174 τ. χλμ., 10.007.215 κάτ.), οι Κουάνγκ Μπινχ, Κουάνγκ Τρι, Ντζιε Αν, Τανχ Χόα, Τούα Τιέν-Χουέ και Χα Τινχ. Στο διαμέρισμα της νότιας κεντρικής ακτής (33.733 τ. χλμ., 6.525.841 κάτ.), οι Κουάνγκ Ναμ, Κουάνγκ Νγκάι, Κχαν Χόα, Μπινχ Ντινχ, Ντα Νανγκ και Φου Γεν. Στο διαμέρισμα των Κεντρικών Υψιπέδων (45.946 τ. χλμ., 3.062.293 κάτ.), οι Κον Τουμ, Ντακ Λακ και Τζια Λάι. Στο βορειοανατολικό διαμέρισμα του Νότιου Β. (42.572 τ. χλμ., 12.708.882 κάτ.), οι Λαμ Ντονγκ, Μπα Ρία – Βουνγκ Τάου, Μπινχ Ντιόνγκ, Μπινχ Τουάν, Μπινχ Φουόκ, Νινχ Τουάν, Ντονγκ Νάι, Τάι Νινχ και ο δήμος Χο Τσι Μινχ. Τέλος, στο διαμέρισμα του Δέλτα του Ποταμού Μεκόνγκ (39.559 τ. χλμ., 16.131.984 κάτ.), οι Αν Γκλανγκ, Κεν Τζιάνγκ, Λονγκ Αν, Μπακ Λιέ, Μπεν Τρε, Ντονγκ Ταπ, Σοκ Τρανγκ, Τιέν Τζιάνγκ, Τρα Βινχ, Τσα Μάου, Τσαν Το και Βινχ Λονγκ. Κάθε επαρχία υποδιαιρείται διοικητικά σε χωριά και κοινότητες. Σε όλα τα επίπεδα λειτουργεί ένα λαϊκό συμβούλιο, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο καθορισμός των στόχων και των σχεδίων που αφορούν την ανάπτυξη της τοπικής παραγωγής καθώς και η υπόδειξη των μελών που απαρτίζουν τις διοικητικές επιτροπές. Οι επιτροπές αυτές είναι τα εκτελεστικά όργανα των λαϊκών συμβουλίων και συγχρόνως τα τοπικά διοικητικά όργανα. Ως εκτελεστικά όργανα έχουν το καθήκον να συγκαλούν τακτικά τα λαϊκά συμβούλια, να προπαρασκευάζουν τα θέματα που θα τους υποβάλουν και να εκτελούν τις αποφάσεις τους. Ως διοικητικά όργανα, εξάλλου, εξασφαλίζουν την τοπική αυτοδιοίκηση καθώς και την εκτέλεση των αποφάσεων άλλων, ανώτερων διοικητικών οργάνων.Το Β. είναι εθνικά συμπαγής χώρα, με τους Βιετναμέζους να αποτελούν σχεδόν το 90% του πληθυσμού. Υπάρχουν μειονότητες Κινέζων, Ταϊλανδών, Καμποτζιανών, Χμερ και κάποιων νομαδικών φυλών. Επίσημη γλώσσα είναι η βιετναμέζικη. Οι μειονότητες μιλούν κινέζικα, χμερ και τοπικές γλώσσες (της πολυνησιακής οικογένειας γλωσσών), ενώ αρκετοί στις πόλεις μιλούν γαλλικά (λόγω αποικιοκρατίας) και αγγλικά.Η επανένωση Βόρειου και Νότιου Β., που πραγματοποιήθηκε ντε φάκτο αμέσως μετά την είσοδο των επαναστατικών δυνάμεων στη Σαϊγκόν (30 Απριλίου 1975), κηρύχθηκε επίσημα στις 2 Ιουλίου 1976, στην έδρα της Εθνικής Συνέλευσης. Το ενωμένο Β., ωσότου ψηφιστεί το νέο του σύνταγμα το 1992, είχε υιοθετήσει προσωρινά το σύνταγμα του 1959 της Λαϊκής Δημοκρατίας του Βόρειου Β. Σύμφωνα με το νέο σύνταγμα του 1992, πολίτευμα του κράτους είναι η λαϊκή δημοκρατία (σοσιαλισμός) και κυρίαρχο ρόλο έχει το Κομουνιστικό Κόμμα, ως συντονιστής των πολιτικών κομμάτων, των εργατικών ενώσεων και των κοινωνικών οργανώσεων. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από την εθνοσυνέλευση (450 έδρες), η οποία είναι αρμόδια και για την εκλογή του προέδρου και του αντιπροέδρου της δημοκρατίας, τον διορισμό του πρωθυπουργού και των άλλων αξιωματούχων. Οι βουλευτές εκλέγονται απευθείας από τον λαό για μία πενταετία. Η ψηφοφορία είναι καθολική και δικαίωμα ψήφου έχουν όσοι συμπληρώνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους. Στις περιόδους που μεσολαβούν μεταξύ των συνόδων της βουλής, οι εξουσίες της ασκούνται από μια διαρκή επιτροπή, η οποία βρίσκεται σε άμεση επαφή και συνεργασία με τα ανώτατα εκτελεστικά και δικαστικά όργανα. Κατά τις περιόδους λειτουργίας της, η εθνοσυνέλευση έχει το δικαίωμα να συγκροτεί διάφορες ειδικές επιτροπές για την εξέταση συγκεκριμένων θεμάτων και την προώθηση λύσεων. Η κυβέρνηση η οποία αποτελείται από τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς και τους υπευθύνους των διαφόρων κλάδων της διοικητικής ιεραρχίας ασκεί την εκτελεστική εξουσία και είναι υπόλογη στην εθνοσυνέλευση ή στη διαρκή επιτροπή. Στις διεθνείς σχέσεις, το κράτος εκπροσωπείται από τον πρόεδρο της δημοκρατίας, ο οποίος εκδίδει τους νόμους και τα διατάγματα σύμφωνα με τις αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης ή της διαρκούς επιτροπής, διορίζει και παύει τα μέλη της κυβέρνησης καθώς και τα μέλη του συμβουλίου άμυνας. Πρώτος πρόεδρος της δημοκρατίας, μετά την ενοποίηση του Β., είχε εκλεγεί τον Ιούλιο του 1976 ο Tον Nτουκ Θανγκ, που ήταν τότε ήδη πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Β. Το 1992 τη θέση αυτή έλαβε ο Λε Nτουκ Aν και το 1997 ο Τραν Ντουκ Λιονγκ.Το Κομουνιστικό Κόμμα του Β. είναι το μοναδικό που δραστηριοποιείται στη χώρα, έχοντας πλήρεις εξουσίες, μέσω της γενικής γραμματείας και τον νεοσυσταθέντος (1998) πολιτικού γραφείου του κόμματος, τα οποία στην ουσία ελέγχουν όλες τις εξουσίες. Γενικός γραμματέας του κόμματος είναι ο Λε Κχα Φιε. Στις εκλογές του 1997, το Κομουνιστικό Κόμμα έλαβε το 92% των ψήφων, ενώ 8% έλαβαν υποψήφιοι που είχαν την έγκριση του κόμματος, και πρωθυπουργός εξελέγη ο Φαν Βαν Κχάι. Στις εκλογές του 2002, για πρώτη φορά κατόρθωσαν να εκλεγούν ανεξάρτητοι υποψήφιοι (2 επί 450), αν και το Κομουνιστικό Κόμμα είχε και πάλι τον απόλυτο έλεγχο.Το Β. έχει υιοθετήσει ένα νομικό σύστημα εμπνευσμένο από τα αντίστοιχα των σοσιαλιστικών κρατών του προηγούμενου αιώνα και φιλτραρισμένο με το γαλλικό αστικό δίκαιο. Τα δικαστικά όργανα του Β. είναι τα λαϊκά δικαστήρια, τα οποία υπόκεινται στη δικαιοδοσία του ανώτατου λαϊκού δικαστηρίου (υπεύθυνο ενώπιον της εθνοσυνέλευσης ή του λαϊκού οργάνου ελέγχου). Τα λαϊκά δικαστήρια είναι ανεξάρτητα στην άσκηση των καθηκόντων τους και οι συνεδριάσεις τους είναι δημόσιες. Οι επίτροποι του λαού ελέγχουν την τήρηση των νόμων εκ μέρους των κυβερνητικών οργάνων και παρακολουθούν τόσο τους κρατικούς λειτουργούς όσο και τους πολίτες, ώστε να εξασφαλίζεται η πιστή και ομοιόμορφη εφαρμογή των νόμων και η νομιμότητα κάθε ενέργειας. Ο πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου διορίζεται από την εθνοσυνέλευση ύστερα από πρόταση του προέδρου της δημοκρατίας και η θητεία του είναι πενταετής. Από το 1993 δημιουργήθηκαν και οικονομικά (διοικητικά) δικαστήρια για την αντιμετώπιση επιχειρηματικών διαφορώνΗ θρησκευτική ελευθερία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι βουδιστές, ενώ υπάρχουν και 4,5 εκατομμύρια καθολικοί χριστιανοί. Μέρος του πληθυσμού ακολουθεί τοπικά βουδιστικά δόγματα, τον κομφουκιανισμό, αλλά και τον ισλαμισμό.Για έναν ολόκληρο σχεδόν αιώνα, μέχρι την ανεξαρτησία του Β., η αποικιακή κυριαρχία ανέκοψε την εξέλιξη της χώρας, προκαλώντας σημαντική επιβράδυνση στην πολιτιστική της ανάπτυξη. Έτσι, παρουσιάστηκε το φαινόμενο στα 1.000 χωριά να αντιστοιχούν μόλις δέκα δημοτικά σχολεία, που τα περισσότερα δεν προσέφεραν παρά τις στοιχειώδεις γνώσεις. Το 95% του πληθυσμού ήταν αναλφάβητοι. Η διδασκαλία ανάγνωσης και γραφής στις πλατιές μάζες του Βόρειου Β. υπήρξε μία από τις πρωταρχικές επιδιώξεις του καθεστώτος του Xο Tσι Mινχ, ο οποίος εγκαινίασε από το 1945 μια εκστρατεία εναντίον του αναλφαβητισμού, που απέφερε αποτελέσματα. Σήμερα, η βασική εκπαίδευση είναι πενταετής και υποχρεωτική, ξεκινώντας στην ηλικία των 6 ετών. Το ίδιο ισχύει και για τη μέση εκπαίδευση, που διαρκεί 7 χρόνια και χωρίζεται σε δύο κύκλους, έναν τετραετή και έναν τριετή. Όσοι θέλουν μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε ανώτατα ιδρύματα. Υπάρχουν 104 ιδρύματα ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, στα οποία φοιτούν περισσότεροι από 120.000 σπουδαστές. Από το 1989 επετράπη η δημιουργία ιδιωτικών ιδρυμάτων ανώτερης εκπαίδευσης. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν να περιοριστεί ο αναλφαβητισμός στο 4% (2000).Καθώς το Β. βρίσκεται συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση τα τελευταία 100 χρόνια, πρώτα με τον πόλεμο κατά των Γάλλων αποικιοκρατών, στη συνέχεια με τον εμφύλιο μεταξύ κομουνιστών και δυτικόφιλων, κατόπιν με τον Πόλεμο του Β. (1963-75), μετά με την Καμπότζη και το Λάος και, τα τελευταία χρόνια, με τις συνεχείς εντάσεις με τις γείτονες Κίνα, Καμπότζη και Λάος, η άμυνα του κράτους αναδεικνύεται σε σημαντικό παράγοντα της δημόσιας ζωής. Αυτό αποδεικνύει άλλωστε η πρόσφατη απόφαση (2001) για την εισαγωγή και των γυναικών στον τακτικό στρατό. Η θητεία είναι υποχρεωτική για όσους συμπληρώνουν το 17ο έτος της ηλικίας τους. Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας αριθμούν περίπου 500.000 άτομα και στα τρία σώματα και οι αμυντικές δαπάνες ανέρχονται στο ποσό των 650 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ (περ. 2,5% του ΑΕΠ). Οπλισμός από την πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά και λάφυρα 25ετίας από τον αμερικανικό στρατό, συνιστούν τον υλικό εξοπλισμό του στρατού, που αντιμετωπίζει πλέον προβλήματα αναζήτησης συμμάχων στο παγκόσμιο γεωπολιτικό παιχνίδι, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δεδομένης της κακής σχέσης με την Κίνα.Στη χώρα υπάρχει εθνικό σύστημα ασφάλειας, και δικαίωμα σε αυτό έχουν όλοι οι εργαζόμενοι. Παρά τις προόδους στο υγειονομικό σύστημα, εξακολουθεί να υπάρχει πρόβλημα με τις χιλιάδες τερατογενέσεις που οφείλονται στις επιδράσεις των χημικών που χρησιμοποίησαν ανεξέλεγκτα οι Αμερικανοί στη διάρκεια του Πολέμου του Β. Πρόσφατα, μετά την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, οι ΗΠΑ ανέλαβαν να χρηματοδοτήσουν έρευνες προς αυτή την κατεύθυνση.Από γεωλογικής πλευράς, το βιετναμέζικο έδαφος συνδέεται με την αρχέγονη κρυσταλλοπαγή ινδοκινεζική μάζα. Ισχυρά ισοπεδωμένοι κατά το παλαιοζωικό, οι αρχικοί αυτοί σχηματισμοί ανυψώθηκαν σε άκαμπτα συγκροτήματα (χορστ), τροποποιημένα στη συνέχεια από τη διάβρωση των νερών της έκπλυσης και χαραγμένα από κοιλάδες. Κατά τον μεσοζωικό, όλη η περιοχή υπέστη θαλάσσια επίκλυση, κατά τη διάρκεια της οποίας μεγάλα ιζηματογενή στρώματα, προπάντων κατά το ιουράσιο (λιάσιο) και το κρητιδικό, κάλυψαν εκ νέου τις πολύ διαβρωμένες και ισοπεδωμένες επιφάνειες της παλαιοζωικής μάζας. Τα στρώματα αυτά, που ανυψώθηκαν στη συνέχεια, διατηρούν την αρχική άκαμπτη και κυρίως οριζόντια μετατόπιση, που κινήθηκε μόνο τοπικά από ελαφρές πτυχώσεις και από περιορισμένα ρήγματα, από τα οποία αναδύθηκαν μαγματικά υλικά. Το φαινόμενο αυτό υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένο στις νότιες περιοχές, που καλύπτονται ευρύτατα από βασαλτικά στρώματα. Σε μετέπειτα γεωλογικές εποχές, το σημερινό έδαφος του Β. δεν υπέστη κανένα άλλο σπουδαίο ορεογενετικό φαινόμενο, αν και υπέστη περιθωριακά τη συρρίκνωση του τριτογενούς, προπάντων στα βόρεια. Μεταγενέστερη είναι η δημιουργία, λόγω της εναπόθεσης ποτάμιων προσχώσεων, των μεγάλων πεδιάδων (Τονκίν και Κοχινκίνα) και των μικρών παράκτιων παρυφών. Με μέσο βάθος από 25 έως 50 χλμ., οι προσχώσεις αποτελούν στο σύνολό τους στοιχείο συνέχειας ανάμεσα στις δύο πεδιάδες του Δέλτα του Ερυθρού Ποταμού και του Μεκόνγκ. Οι ακτές είναι χαμηλές, σχεδόν επίπεδες, και κατακερματισμένες σε νησιωτικούς σχηματισμούς. Ολόγυρα η πεδιάδα περιβάλλεται από ανάγλυφα που αποτελούνται από αρχαιοζωικούς βράχους, οι οποίοι υπέστησαν μεταβολές κατά τον παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα. Οι βιετναμέζικες ακτές, πάντως, βρίσκονται ακόμα σε φάση σχηματισμού: η σειρά των παράκτιων νησίδων απομονώνει λιμνοθάλασσες που καλύπτονται προοδευτικά από ποτάμιες φερτές ύλες.Το Β. εκτείνεται στις ανατολικές παρυφές της χερσονήσου της Ινδοκίνας, σε αντιστοιχία με την ανατολική πλευρά της Αναμιτικής Οροσειράς, περιλαμβάνοντας στα βόρεια το Tονκίν, μια ενιαία γεωγραφική περιοχή που αντιστοιχεί στην κάτω λεκάνη του Ερυθρού Ποταμού και στο κέντρο της προσχωσιγενούς πεδιάδας του Aνόι. Στα νότια, η χώρα περιλαμβάνει την περιοχή του Δέλτα του Mεκόνγκ, που αντιστοιχεί στην Kοχινκίνα. Στο σύνολο, πρόκειται για ένα έδαφος με επίμηκες σχήμα, μήκους περίπου 1.700 χλμ., που καταλαμβάνεται κυρίως από υψίπεδα, τα οποία στα βόρεια και στα νότια χαμηλώνουν σε αντιστοιχία με τις προσχωσιγενείς λεκάνες. Ο σχηματισμός των παράκτιων πεδιάδων, που κρασπεδώνουν τα ανάγλυφα κατά μήκος της Νότιας Θάλασσας της Κίνας, συνδέεται με τη μορφολογική εξέλιξη της παράκτιας λωρίδας. Αρχικά, οι ακτές ήταν κατακερματισμένες και διακόπτονταν από πολυάριθμους μυχούς και απόκρημνα ακρωτήρια που ξεκινούσαν από την Αναμιτική Οροσειρά. Η θάλασσα τις τροποποίησε, σε μια πρώτη φάση, αποσπώντας μικρά και μεγάλα βραχώδη νησιά, όπως εκείνα του κόλπου της Αλόνγκ. Ύστερα, η παραλία άρχισε να εξελίσσεται προς τις σημερινές μορφές: στην αρχή εξαιτίας των ποταμών, που δημιούργησε το Δέλτα του Τονκίν, και εξαιτίας του Mεκόνγκ, στον οποίο οφείλεται η πεδιάδα της Κοχινκίνας. Στη συνέχεια, άρχισε να εκδηλώνεται μια αργή ανάδυση των προσχωσιγενών στρωμάτων που είχαν εναποτεθεί εκεί, μέχρι ένα ύψος λίγο μεγαλύτερο από τη στάθμη της θάλασσας. Ένα ιδιαίτερο φαινόμενο της παράκτιας μορφολογίας συνδέεται με ένα θαλάσσιο ρεύμα που προέρχεται από τα βόρεια, το οποίο άρχισε να παρασύρει τις φερτές ύλες προς νότο, παρά την παρουσία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ενός άλλου ρεύματος με αντίθετη κατεύθυνση, προκαλώντας τη δημιουργία θινών και παράκτιων νησίδων που στηρίζονται στα βραχώδη ακρωτήρια. Οι δύο μεγάλες προσχωσιγενείς λεκάνες, που αποτελούν τις μοναδικές πεδινές ζώνες με αξιόλογη έκταση, παρουσιάζουν με τη σειρά τους μια μορφολογική διαφορά: πεδινό και μονότονο το Tονκίν, ενώ η Kοχινκίνα διακόπτεται στις παρυφές από γρανιτικές ράχες ύψους περίπου 1.000 μ., νησιά που αναδύονται ήδη από την πλειοκαινική θάλασσα.Το Β., που βρίσκεται στα νότια του Τροπικού του Καρκίνου, έχει κλίμα θερμό, αλλά εισχωρεί επίσης στην περιοχή των μουσώνων και παρουσιάζει ποικίλες κλιματικές συνθήκες στα διάφορα τμήματά του, που επηρεάζονται τοπικά και από τα ανάγλυφα. Το σπουδαιότερο μετεωρολογικό φαινόμενο κατά τη διάρκεια του έτους είναι η αντιστροφή των μουσώνων. Τον Ιανουάριο, μια παροχή υψηλών πιέσεων εγκαθίσταται στην κεντρική Ασία, ενώ στα ΝΑ, σε αντιστοιχία με την αυστραλιανή ηπειρωτική μάζα, δημιουργείται μια παροχή χαμηλών πιέσεων. Προκύπτουν έτσι κινήσεις μαζών αέρα από τις βόρειες αντικυκλωνικές ζώνες προς τις νότιες κυκλωνικές ζώνες. Είναι οι χειμερινοί μουσώνες, ένας παγωμένος και ξηρός αρκτικός άνεμος, που γίνεται προοδευτικά θερμότερος στα νότια πλάτη. Η μέση θερμοκρασία κυμαίνεται τότε στους 17°C. Τον Ιούλιο, οι βαρομετρικές συνθήκες αντιστρέφονται και ο άνεμος ακολουθεί μια διεύθυνση κυρίως Ν-Β: είναι οι καλοκαιρινοί μουσώνες, θερμοί και υγροί, που έχουν ως συνέπεια τις μεγάλες βροχές. Τους μήνες αυτούς, η θερμοκρασία κυμαίνεται κατά μέσο όρο στους 29°C. Στη γενική κατανομή των βροχών σε όλο το βιετναμέζικο έδαφος επιδρούν ύστερα οι τυφώνες. Αυτοί δημιουργούνται στον ωκεανό και, κινούμενοι από Α προς Δ, καλύπτουν με μεγάλη ισχύ όλη την ανατολική παράκτια λωρίδα. Κατά την περίοδο Ιουνίου-Ιουλίου οι τυφώνες πλήττουν το βόρειο Β., τον Αύγουστο τις κεντρικές ζώνες και τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο εκδηλώνονται στο νότιο Β., φτάνοντας το φθινόπωρο έναν μέγιστο όψιμο βροχομετρικό δείκτη.Σε σχέση με το κλίμα, το Β. στο σύνολό του αποτελείται από πυκνό δάσος αειθαλών ή από τροπικό δάσος φυλλοβόλων. Πάνω από τα 1.300 μ. εμφανίζονται τα κωνοφόρα. Στις πεδινές ζώνες, εκτός από το μπαμπού, αφθονούν διάφοροι τύποι φοίνικα και τροπικών φυτών, με παχύ και ψηλό κορμό. Στα ανάγλυφα είναι διαδεδομένα το παλίσανδρο και το μουν (ένα είδος εβένου).Το έδαφος της χώρας αποστραγγίζεται από πολυάριθμους ποταμούς, που έχουν χαράξει τις επιφανειακές ιζηματογενείς επικαλύψεις με βαθιές κοιλάδες και χαράδρες. Πρόκειται γενικά για ποταμούς με βραχύ ρου, οι οποίοι με τις άφθονες φερτές ύλες τους εξακολουθούν να διευρύνουν τις ζώνες των Δέλτα τους. Στα βόρεια και στα νότια τη χώρα διαρρέουν ποταμοί που καταλήγουν στους δύο μεγάλους, τον Ερυθρό Ποταμό (ή Σονγκ Kόι) και τον Mεκόνγκ. Ο Ερυθρός Ποταμός πηγάζει από το κινεζικό υψίπεδο του Γιουνάν, ρέει αρχικά ανάμεσα σε ψηλά βουνά και καταλήγει στον κόλπο του Tονκίν. Έχει συνολικό μήκος 1.200 χλμ., από τα οποία λιγότερα από 500 βρίσκονται στο έδαφος του Β. Έχει δύο μεγάλους παραποτάμους: από Β τον Διαυγή Ποταμό, ο οποίος αποτελείται από τη συμβολή του Λο και του Γκαμ, και στα Ν τον Ντα (Μαύρο Ποταμό). Όλοι οι ποταμοί της λεκάνης απορροής του Τονκίν τροφοδοτούνται αποκλειστικά από τις βροχές και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες εποχιακές διαφορές ανάμεσα στις ελάχιστες και μέγιστες παροχές· ο Ερυθρός Ποταμός, τη στιγμή της εισόδου του στο τονκινικό βαθύπεδο, έχει παροχή περίπου 700 κ.μ. το δευτερόλεπτο κατά την περίοδο των βροχών. Πολύ πιο ήρεμη είναι, αντίθετα, η ροή των υδάτων του Μεκόνγκ, που ρυθμίζεται από πολλά τέλματα και κοιλότητες στο ακραίο τμήμα του ρου του. Η σχετική ηρεμία του ποταμού αυτού διευκόλυνε επίσης την κατασκευή πολυάριθμων πλωτών και αρδευτικών καναλιών στη ζώνη του Δέλτα. Τα κανάλια αυτά διασχίζουν, μαζί με τους δευτερεύοντες ποτάμιους βραχίονες, την Κάτω Kοχινκίνα και είναι συγκοινωνιακές αρτηρίες και απαραίτητο στοιχείο για την καλλιέργεια του ρυζιού.Το βόρειο τμήμα της χώρας καταλαμβάνεται από ανάγλυφα, στον σχηματισμό των οποίων συνετέλεσε η ορεογένεση του τριτογενούς. Τα ανάγλυφα αυτά παρουσιάζονται γενικά ως επίμηκες παραπέτασμα και διακόπτονται από βαθύτερα, που έχουν διεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ. Δυτικά του Ερυθρού Ποταμού, παράλληλα ορεινά συστήματα υψώνονται έως τα 3.000 μ., ενώνονται με τα ανάγλυφα του άνω Λάος και, προς τα νότια, με την Aναμιτική Οροσειρά. Δυτικά του ποταμού βρίσκονται τα υψίπεδα του Σονγκ Λα, που σχηματίστηκαν από ασβεστολιθικές στρωματοποιήσεις του παλαιοζωικού. Στα ανατολικά διαδέχονται το ένα το άλλο ασβεστολιθικά υψίπεδα με σχιστολιθικές κορυφές. Όλα αυτά τα υψίπεδα έχουν υποστεί γενική καρστική εξέλιξη (κυρτές, στρογγυλωπές μορφές) και χαράζονται σήμερα από βαθιές χαράδρες. Το τμήμα του εδάφους που βρίσκεται απέναντι από τον κόλπο του Τονκίν, παρουσιάζει ασβεστολιθικούς σχηματισμούς που σπάνια ξεπερνούν τα 1.000 μ., αλλά οι οποίοι φτάνουν μέχρι την ακτή και συνεχίζουν κατά μήκος μιας υποβρύχιας ράχης, για να αναδυθούν πάλι κατ’ αντιστοιχία του κινεζικού νησιού Χαϊνάν. Η περιοχή αυτή είναι εξαιρετικά γραφική, ιδιαίτερα εκεί όπου τα βουνά, που διαβρώθηκαν από τους ανέμους και τα νερά, αναδύονται από τη θάλασσα κοντά στην ακτή, σχηματίζοντας περίπου 1.200 μεγάλα και μικρά νησιά. Όμως, η σπουδαιότερη περιοχή του Τονκίν, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την πυκνότητα, είναι η μεγάλη ζώνη του Δέλτα του Ερυθρού Ποταμού, που περιλαμβάνει μια περιοχή περίπου 15.000 τ. χλμ., σε συνεχή επέκταση προς τη θάλασσα λόγω των τεράστιων ποσοτήτων φερτών υλών (υπολογίζονται σε 80 εκατομμύρια κυβικά μέτρα τον χρόνο). Η πόλη Ανόι, που σήμερα απέχει από τη θάλασσα πάνω από 100 χλμ., πριν από τέσσερις αιώνες ήταν παραθαλάσσιο κέντρο. Στις παρυφές του βαθυπέδου του Δέλτα παρατηρούνται κάθε τόσο ασβεστολιθικές προεξοχές: είναι τα τελευταία ορατά υπολείμματα των κορυφών, που σε μακρινές γεωλογικές εποχές υψώνονταν στην κοιλάδα, πριν αυτή κατακλυστεί τελείως από τις προσχώσεις. Τα βραχώδη αυτά νησιά, που δεν πλήττονται από τις καταστρεπτικές προσχώσεις στις οποίες υπόκειται η πεδιάδα, είναι τα φυσικά καταφύγια του ανθρώπου. Στα δυτικά, το Tονκίν συνδέεται άμεσα με την ορεινή ράχη του Aνάμ, όπου βρίσκονται οι πιο ψηλές κορυφές της χώρας: η Φαν Σι Παν (3.142 μ.) και η Φου Λουόνγκ (2.985 μ.). Μερικά περάσματα δημιουργούνται ανάμεσα στα ορεινά ανάγλυφα, από τα οποία το πιο γνωστό είναι το πέρασμα του Kάο Mπανγκ. Προς τα νότια οι κορυφογραμμές τείνουν να χαμηλώσουν έως την Πύλη του Ανάμ ή Xοάνχ Σον, ένα πέρασμα που βρίσκεται σε υψόμετρο μόλις 120 μ., πάνω από το οποίο αρχίζουν η μεγάλη καμπύλη της Aναμιτικής Οροσειράς και το κεντρικό Β. Οι κορυφογραμμές, ακανόνιστες και ρωμαλέες, ακολουθούν γενικά μια πορεία παράλληλη προς την ακτή, αλλά, ενώ στα βόρεια είναι αρκετά καθορισμένες και αντιστοιχούν στον υδροκρίτη ανάμεσα στους παραποτάμους του Μεκόνγκ και τους ποταμούς που εκβάλλουν στη Νότια Θάλασσα της Κίνας, στα νότια του Ατουάτ (2.500 μ.) πολλαπλασιάζονται, χωρίζοντας ποτάμιες κοιλάδες ανοικτές προς τα νότια ή απομονώνουν λεκάνες ανάμεσα σε βουνά που δύσκολα επικοινωνούν μεταξύ τους και με την ακτή. Επικρατούν οι ασβεστολιθικές επιφάνειες στα βόρεια, οι γρανιτικές στο κέντρο και οι βασαλτικές στα νότια. Οι τελευταίες αυτές λαμβάνουν κυρίως πεδινές μορφές. Οι ποταμοί είναι πολυάριθμοι. Σχεδόν ξηροί κατά την εποχή της ξηρασίας, γεμίζουν κατά τη διάρκεια των βροχών και αφού μετατραπούν σε ορμητικούς από τις απότομες κλίσεις, γίνονται εξαιρετικά επικίνδυνοι. Ο άνθρωπος έχει εγκατασταθεί μόνιμα από καιρό στις παράκτιες πεδιάδες του Ανάμ, δίνοντας ζωή σε κέντρα μεγάλης σπουδαιότητας, όπως η Χουέ και η Ντανάνγκ. Προς τα νότια, η Aναμιτική Οροσειρά χαμηλώνει βαθμιαία και αναπτύσσεται σε μικρότερες οροσειρές και υψίπεδα (τα Μόι), ώσπου εξαφανίζεται κάτω από το απέραντο στρώμα προσχώσεων που σχηματίζουν τη μεγάλη πεδιάδα της Κοχινκίνας, που αποτελεί την καρδιά του κεντρικού Β. Όλη η Κοχινκίνα διαρρέεται επί 220 χλμ. από τον Μεκόνγκ, ο οποίος, πριν εισχωρήσει, διαιρείται σε δύο κύριους βραχίονες: τον Τιέν Γκιανγκ ή Εμπρόσθιο Ποταμό και τον Χάου Γκιανγκ ή Οπίσθιο Ποταμό, οι οποίοι διαιρούνται σε πολυάριθμους άλλους μικρότερους βραχίονες. Παρ’ όλα αυτά, είναι σπάνιες οι πλημμύρες του Δέλτα, χάρη στη διέξοδο που βρίσκει βορειότερα ο Μεκόνγκ στον Τόνλε Σαπ. Η ετήσια πλημμύρα, που φτάνει στο μέγιστο σημείο τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, είναι βαθμιαία: τα νερά καλύπτουν την πεδιάδα με ένα ρηχό στρώμα, χωρίς να διακόπτουν τον κύκλο των καλλιεργειών. Ωστόσο, πολλές φορές τα φυσικά φράγματα απομονώνουν εκτεταμένες περιοχές, που παραμένουν ελώδεις τον υπόλοιπο χρόνο, όπως η Πεδιάδα των Βούρλων, δυτικά της Σαϊγκόν. Αλλού ο ποταμός ρέει αργά με μαιάνδρους, ανάμεσα σε εύφορες κόκκινες λατεριτικές γαίες στα βόρεια και σε φαιές αργιλώδεις γαίες στην υπόλοιπη περιοχή. Άλλοι ποταμοί ρέουν ανατολικότερα και ενώνονται λίγα χιλιόμετρα πριν από τη θάλασσα σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο δέλτα αποτελούμενο από τον Σαϊγκόν, τον Σονγκ Μπε και τον Ντονγκ Νάι, στην αρχή του οποίου βρίσκεται το συγκρότημα Σαϊγκόν-Τσολόν. Σε όλη αυτή τη χαμηλή περιοχή, επικρατεί το μουσωνικό κλίμα με ομοιόμορφες θερμοκρασίες, γύρω στους 25-26°C. Από το αρχικό ελώδες δάσος, που κάποτε κάλυπτε όλη την Κοχινκίνα, και από την αρχαία πλουσιότατη πανίδα, σήμερα δεν μένει πια τίποτα, εξαιτίας της προοδευτικής επέκτασης των καλλιεργειών. Παραμένουν μερικές περιορισμένες δασώδεις λωρίδες στα φυτικά φράγματα και ορισμένες παράκτιες ζώνες μαγκρόβιων σχηματισμών, κατακλυσμένες από αλμυρά νερά, στις εκβολές του Ντονγκ Νάι και του Σαϊγκόν, στις εκβολές του Μεκόνγκ και στη χερσόνησο Κα Μάου.Το Β. έχει το επίκεντρο της αρχικής καταγωγής του στη γόνιμη και πολυάνθρωπη πεδιάδα του Τονκίν, που της δίνει ζωή ο Σονγκ Κόι (Ερυθρός Ποταμός). Ουσιαστικά πρόκειται για μια περιοχή που εισχωρεί γεωφυσικά στην Κίνα σε ένα οριακό σημείο της, το οποίο χαρακτηρίζεται από το ίδιο το όνομα των ανθρώπων που το κατοικούν, των Βιέτ –όνομα που προέρχεται από την κινεζική λέξη Γιε, με την οποία στην αρχαία Κίνα χαρακτήριζαν γενικά τους βάρβαρους λαούς των γειτονικών χωρών. Η επαφή τους με την Κίνα και τον ανώτερο πολιτισμό της διαμόρφωσε τους κατοίκους του Τονκίν σε ένα έθνος πιο ανεπτυγμένο, αρκετά διαφορετικό, πιο κομφουκιανικό και, οπωσδήποτε, πιο καλά οργανωμένο από τα υπόλοιπα έθνη της Ινδοκίνας. Ένα από τα φεουδαρχικά βασίλεια που ιδρύθηκαν τον 19ο αι. (βασίλειο των Νγκουγιέν) επεκτάθηκε νότια και κατάφερε να προσαρτήσει ολόκληρη τη ζώνη της ακτής, που βρίσκεται στο χείλος της Aναμιτικής Οροσειράς, μέχρι το Δέλτα του ποταμού Μεκόνγκ. Έτσι γεννήθηκε το Β., στο οποίο συγχωνεύθηκαν η αρχική χώρα των Βιέτ και το Ανάμ (Ανάμ ήταν η αρχαία ονομασία της κεντρικής περιοχής της χώρας που κυριαρχείται από ορεινούς όγκους). Προήλθε με τον τρόπο αυτό μια ενιαία χώρα, με χαρακτήρα εξ ολοκλήρου βιετναμέζικο, ο οποίος είχε προκύψει από τις έντονες διεργασίες των προηγούμενων αιώνων, που είχαν επιτρέψει στους Βιετναμέζους να περιορίσουν απλώς σε εθνικές μειονότητες όλους τους άλλους πληθυσμούς. Το ενιαίο της χώρας υπαγορευόταν ακόμα και από παράγοντες καθαρά φυσικούς, ιδίως από το τείχος των Aναμιτικών βουνών, που την απέκοπταν και τη χώριζαν από την υπόλοιπη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Γεωγραφικά, ωστόσο, την ίδια αυτή χώρα θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε διπολική, αφού οι δύο πιο σημαντικές και πυκνοκατοικημένες ζώνες της βρίσκονται στις κοιλάδες των δύο μεγάλων ποταμών της, του Ερυθρού Ποταμού (περιοχή του Τονκίν ή Μπάκμπο) και του Μεκόνγκ (περιοχή Κοχινκίνας ή Νάμπο). Ο βαθμός της εξέλιξης των Βιετναμέζων και η αφύπνιση της εθνικής τους συνείδησης σε σύγκριση με τους υπόλοιπους λαούς της Ινδοκίνας εξηγεί και την εντελώς διαφορετική σχέση που δημιουργήθηκε στο Β. ανάμεσα στους ντόπιους και στους αποικιοκράτες καθώς και τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα των αγώνων που ακολούθησαν αργότερα εναντίον των Γάλλων και που οδήγησαν, το 1954, στην επικύρωση της ανεξαρτησίας της πρώην αποικίας με τις συμφωνίες της Γενεύης. Από την άποψη του συνολικού πληθυσμού του, το Β. είναι η πιο πυκνοκατοικημένη από τις χώρες της χερσονήσου της Ινδοκίνας. Η πολιτική διαίρεση του εδάφους του σε δύο κράτη είχε χωρίσει έναν λαό βασικά ομοιογενή από εθνική και πολιτιστική άποψη, με διαφορές (τόσο στο βόρειο τμήμα όσο και στο νότιο) μόνο σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που ζουν στις πεδιάδες, σε σχέση με εκείνους που ζουν στα υψίπεδα. Οι κοιλάδες των ποταμών, εξαιρετικά πυκνοκατοικημένες παρά την υγρή ζέστη τους, συγκεντρώνουν Βιετναμέζους και Κινέζους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί μάλλον πρόσφατα. Οι αρχαιότεροι κάτοικοι είναι οι Τσαμ, που σχεδόν τείνουν να εκλείψουν σήμερα, οι οποίοι στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. ζούσαν κυρίως στο κεντρικό Β., διατηρώντας τον ινδονησιακό πολιτισμό της αρχικής καταγωγής τους· από τον 15ο αι. και πέρα όμως, οι Βιετναμέζοι εξαφάνισαν σιγά-σιγά τους Τσαμ. Οι Βιετναμέζοι είναι ένας λαός στον οποίο είναι εμφανείς οι παλιές κινεζικές και μογγολικές επιδράσεις, αν και η γλώσσα τους ανήκει μάλλον στην ινδονησιακή γλωσσική οικογένεια ή, πιο γενικά, στις γλώσσες της ΝΑ Ασίας. Ο εποικισμός της χώρας, πάντως, ξεκίνησε από τον βορρά: πρώτα από το Τονκίν, που υπήρξε ο αρχαιότερος τόπος μόνιμης εγκατάστασης και στον οποίο οι Βιετναμέζοι ανέπτυξαν για πρώτη φορά την καλλιεργητική τεχνική των ορυζώνων, για να κατέβουν έπειτα προοδευτικά προς τα κάτω, νότια, ακολουθώντας τις παράκτιες κοιλάδες των ποταμών μέχρι την Κοχινκίνα, δίχως όμως ποτέ να κατακτήσουν τις ορεινές ζώνες του εσωτερικού της χώρας. Σήμερα, το βιετναμέζικο στοιχείο καλύπτει το 87% του συνολικού πληθυσμού. Πανάρχαια είναι στο Β. η κινεζική παρουσία, συνδεδεμένη με τη μακρόχρονη υποταγή της χώρας στην αυτοκρατορική Κίνα. Ειδικά στην Κοχινκίνα αργότερα, τον 17ο αι., ο κινεζικός εποικισμός συνοδεύεται από τον βιετναμέζικο. Το μεγάλο κινεζικό μεταναστευτικό κύμα παρατηρείται όμως κυρίως από τις αρχές του 19ου αι., την εποχή της ευρωπαϊκής διείσδυσης, οπότε αρχίζει και η διαφοροποίηση της ΝΑ ασιατικής οικονομίας. Σήμερα, οι Κινέζοι που ζουν στο Β. αποτελούν το 3% του συνολικού πληθυσμού και είναι εγκατεστημένοι κυρίως στον νότο. Αποτελούσε ανέκαθεν πρόβλημα ο προσδιορισμός του ακριβούς πληθυσμού τους, και αυτό γιατί στις νότιες περιοχές του Β. ίσχυε στο θέμα της ιθαγένειας το jus soli, σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά των Κινέζων, εφόσον είχαν γεννηθεί σε βιετναμέζικο έδαφος, θεωρούνταν από κάθε άποψη Βιετναμέζοι πολίτες. Στα οροπέδια και στα βουνά ζουν τελείως διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες· στα βόρεια, στις ψηλές κοιλάδες του Ερυθρού Ποταμού και των παραποτάμων του ζουν οι Τάι, σε ένα υψόμετρο ανάμεσα στα 300 και τα 800 μ. ζουν οι Μαν, και από τα 900 έως τα 1.800 μ. κατοικούν οι Μέο, που ήρθαν πολύ αργότερα σε αυτές τις περιοχές, από τα βουνά της ΝΑ Κίνας. Τέλος, υπάρχουν και οι Λόλο του ορεινού Τονκίν, που είναι ημινομάδες, ενώ τα υψίπεδα του κεντρικού Β. καταλαμβάνονται από τους Μόι.Συνολικά, ο πληθυσμός του Β. ξεπερνά σήμερα τα 80 εκατομμύρια, έχοντας σχεδόν τετραπλασιαστεί από το 1941, οπότε ήταν περίπου 22 εκατομμύρια. Υπολογίζεται ότι από το 1951 (25 εκατ. κάτ.) ο δείκτης ετήσιας αύξησης του πληθυσμού ήταν 2,5-3%, ενώ την πενταετία 1985-90 ήταν 2,3%, για να πέσει το 2000 στο 1,45%. Σχεδόν όλος αυτός ο πληθυσμός βρίσκεται συγκεντρωμένος στο 1/4 της συνολικής εδαφικής επιφάνειας του Β., στις κοιλάδες του Δέλτα των ποταμών, όπου και γίνεται η καλλιέργεια του ρυζιού. Η μέση πυκνότητα είναι 245 κάτ. ανά τ. χλμ. Το προσδόκιμο ζωής είναι 67,1 χρόνια για τους άντρες και 72,1 για τις γυναίκες. Ο δείκτης της πληθυσμιακής πυκνότητας ξεπερνά τους 1.000 κατ. ανά τ. χλμ. στην περιοχή του Tονκίν, ενώ στον νότο, όπου η εκμετάλλευση της γης άρχισε αρκετά αργότερα, οι δείκτες πυκνότητας είναι χαμηλότεροι. Όταν οι Γάλλοι κατέλαβαν την Kοχινκίνα, που τότε ήταν πολύ αραιοκατοικημένη, επεδίωξαν να αναπτύξουν μια κοινωνία κυρίως αστική, με εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες, οι οποίες απέσπασαν πολλούς νέους από τις παραδοσιακές αγροτικές εργασίες.Τα κύρια υλικά του βιετναμέζικου αγροτικού σπιτιού είναι το ξύλο, το μπαμπού και η κάνναβη. Στην όλη κατασκευή σπουδαιότερο μέρος θεωρείται η σκεπή, που εξασφαλίζει προστασία από τον ήλιο και τη βροχή και στηρίζεται σε μια γερή ξυλοκατασκευή. Οι τοίχοι του σπιτιού, αντίθετα, δεν παίζουν σημαντικό ρόλο και συνήθως δεν είναι παρά κινητά χωρίσματα, ανοιχτά στο επάνω μέρος, για να διευκολύνουν τον εξαερισμό των χώρων. Γενικά, το σπίτι δεν αντιμετωπίζεται παρά μόνο ως ένα προσωρινό καταφύγιο, γιατί ο Βιετναμέζος προτιμά να ζει στην ύπαιθρο ή στη βεράντα του, η οποία, όπως και οι αποθήκες, βλέπει προς μια κεντρική αυλή. Οι εξωτερικοί τοίχοι, εξάλλου, δεν έχουν συνήθως καθόλου ανοίγματα ή παράθυρα. Η πιο διαδεδομένη μορφή οικισμού στο Β. είναι το χωριό, που αποτελείται από τόσους οικισμούς όσες και οι πατριές της μικρής κοινότητας. Οι πατριές αυτές, που έχουν καθαρά πατριαρχικό χαρακτήρα, είναι η βάση της κοινωνικής δομής του χωριού και είναι ουσιαστικά αυτόνομες. Στην εσωτερική ιεραρχία, το δικαίωμα της αρχηγίας αναγνωρίζεται στην ισχυρότερη πατριά, με τη μεγαλύτερη επιρροή, η οποία και αποφασίζει για τις υποθέσεις της κοινότητας. Ενδιαφέρον είναι ότι η μορφή αυτή κοινωνικής οργάνωσης διατηρήθηκε, κατά κανόνα, και μετά την επικράτηση του κομουνισμού. Στο παλιό παραδοσιακό Β., πριν από την αποικιοκρατική περίοδο, η αστική ζωή ήταν πολύ περιορισμένη. Τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα ήταν το Ανόι και η Χουέ, πόλεις τυπικά κινεζικές, οι οποίες, εκτός του ότι αποτελούσαν τους πυρήνες της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας, ήταν και τα μοναδικά κέντρα στο οποία συγκεντρωνόταν ολόκληρη η πολιτική δραστηριότητα της χώρας. Φυσικά, οι πόλεις ήταν συγχρόνως διοικητικά και εμπορικά κέντρα (αν και όλη η εμπορική κίνηση βρισκόταν στα χέρια των Κινέζων κατοίκων τους), από την άποψη όμως της πυκνότητας του πληθυσμού, υστερούσαν σημαντικά σε σύγκριση με τα μεγάλα αγροτικά κέντρα. Με την άφιξη των αποίκων τα πράγματα άλλαξαν πολύ: ο τρόπος ζωής των Ευρωπαίων, αλλά και η ανάγκη να διατηρήσουν την επαφή τους με την πατρίδα τους, οδήγησε σε σχηματισμό νέων και πιο εξελιγμένων αστικών κέντρων, που για ευνόητους κλιματικούς και οικονομικούς λόγους αναπτύχθηκαν κυρίως κατά μήκος των ακτών. Η φυσική μορφολογία της αναμιτικής ακτής (κεντρικό Β.), που εξαιτίας της έλλειψης ενδοχώρας ήταν ελάχιστα ευνοϊκή για την ανέγερση πόλεων, δημιούργησε τότε ένα είδος αστικής αποκέντρωσης, ωθώντας τα μεγάλα κέντρα προς βορρά και προς νότο στις κοιλάδες του Δέλτα των δύο κύριων ποταμών (Μεκόνγκ, Ερυθρός Ποταμός). Κατά τη διάρκεια της πολιτικής διαίρεσης του Β. σε δύο τμήματα, σημειώθηκε ακόμα μια φάση της στροφής των ανθρώπων προς τις πόλεις, που ιδίως στο Νότιο Β. πήρε τις διαστάσεις μιας κυριολεκτικά παροξυσμικής αστυφιλίας, με μαζικές μετακινήσεις των χωρικών προς τα αστικά κέντρα, που έδιναν μεγαλύτερη σιγουριά, αφού ήταν κοντά στις αμερικανικές βάσεις. Αντίθετα, στο Βόρειο Β., η ισορροπία ανάμεσα στην ύπαιθρο και στις πόλεις διατηρήθηκε ικανοποιητικά, παρά την τοπική συγκέντρωση της μεγάλης βιομηχανίας σε ορισμένες περιοχές. Η σημερινή κατάσταση, παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει, δεν έχει αλλάξει σημαντικά. Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2002, για περισσότερες πληροφορίες βλ. αντίστοιχα λήμματα) είναι η πρωτεύουσα Ανόι (Ha Noi, 1.372.800), η Χο Τσι Μινχ (πρώην Σαϊγκόν, Thanh Pho Ho Chi Minh, 3.378.500), η Χαϊφόνγκ (Hai Phong, 572.100) και η Ντανάγκ (Dha Nang, 446.000).Το Β. είναι χώρα αγροτική. Η παραδοσιακή αγροτική οικονομία της, όπως και όλης της Ινδοκίνας, στηρίζεται στην καλλιέργεια του ρυζιού, η οποία όμως διαφέρει ανάμεσα στις βόρειες και τις νότιες περιοχές, ιδιαίτερα ανάμεσα στο Τονκίν και την Κοχινκίνα. Η καλλιέργεια του ρυζιού είναι η κύρια γεωργική δραστηριότητα του βιετναμέζικου πληθυσμού, ιδίως στις κοιλάδες, όπου ευνοείται από το νερό και στις οποίες συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων. Οι περισσότερες καλλιέργειες γίνονται στο Δέλτα των δύο μεγάλων ποταμών, του Ερυθρού και του Μεκόνγκ. Στις αρχές του 19ου αι., αν και η οικονομία του Β. εμφανιζόταν ισορροπημένη, η κοινωνική διάρθρωση της χώρας ήταν δυσμενέστατη για τους αγρότες. Οι χωρικοί ζούσαν σε γενική ένδεια και, για να ανταπεξέλθουν, ήταν υποχρεωμένοι να καταφεύγουν στους τοκογλύφους. Δίπλα στην πολυπληθή τάξη των χωρικών, που ήταν υποχείρια των κρατικών λειτουργών (μανδαρίνων) και των μεγαλοκτηματιών, υπήρχε και η τάξη των χειροτεχνών που συνήθως ζούσαν συγκεντρωμένοι σε δικά τους χωριά, ειδικευμένα κατά παράδοση στην κατασκευή ορισμένων προϊόντων (χωριά κανατάδων, υφαντουργών, μαστόρων που κατασκεύαζαν τα πλοιάρια σαμπάν ή ομπρέλες ηλίου). Η ανθηρή αυτή χειροτεχνία, ωστόσο, δεν έβρισκε διέξοδο σε ανάλογο εσωτερικό εμπόριο και γι’ αυτό ευθύνονταν τα εμπόδια που συναντούσε στη βαριά φορολογία και στα διάφορα κρατικά μονοπώλια. Από την άποψη του εξωτερικού εμπορίου, ο κυριότερος εισαγωγέας και εξαγωγέας στις συναλλαγές με το Β. ήταν η Κίνα· οι εμπορικές συναλλαγές με τις άλλες χώρες της Ασίας ήταν ελάχιστες και με τις ευρωπαϊκές χώρες σχεδόν ανύπαρκτες. Η επικράτηση της αποικιακής κυριαρχίας είχε βέβαια και τις καλές της πλευρές: χάρη στους αποίκους, άρχισε να εφαρμόζεται το σύστημα της καλλιέργειας μεγάλων φυτειών, αναπτύχθηκαν οι επικοινωνίες και άνοιξαν για το Β. οι δρόμοι του διεθνούς εμπορίου. Υπήρχαν, όμως, και οι αρνητικές πλευρές: η εξάπλωση των φυτειών στα αναμιτικά οροπέδια είχε ως βαρύ τίμημα την προοδευτική μείωση των δασών, ενώ οι νέοι δρόμοι που κατασκευάστηκαν τελικά χρησίμευαν περισσότερο στην άσκηση αυστηρού στρατιωτικού ελέγχου επί της χώρας παρά στην οικονομική της ανάπτυξη. Επιπλέον, η νέα κατάσταση δημιούργησε μια νέα τάξη μανδαρίνων, άμεσα συνδεδεμένη με τα ξένα συμφέροντα. Καθώς οι πόρτες του Β. άνοιγαν τώρα στις εισαγωγές, η ντόπια χειροτεχνία άρχισε να γνωρίζει κρίση· το αντιστάθμισμα που προσέφερε η δημιουργία νέων βιομηχανιών, στηριγμένων σε ξένες χρηματοδοτικές ομάδες, ήταν συγκριτικά περιορισμένο. Ίσως όμως ένα από τα θλιβερότερα χαρακτηριστικά της περιόδου εκείνης είναι η διάδοση του εμπορίου του οπίου, που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της συστηματικής χρήσης του, κυρίως στις μεγάλες πόλεις. Αν ωστόσο επιχειρήσουμε έναν γενικότερο απολογισμό, πρέπει να δεχτούμε ότι, παρά τις αρνητικές όψεις της, η γαλλική αποικιοκρατία ωφέλησε τη βιετναμέζικη οικονομία. Πρώτα απ’ όλα μετέτρεψε την καλλιέργεια του ρυζιού σε βάση του εξωτερικού εμπορίου της χώρας· στάθηκε αφορμή να διαδοθεί η καλλιέργεια της εβέας (του δέντρου από το οποίο συλλέγεται το καουτσούκ), του καφέ και του τσαγιού· αναπτύχθηκε επίσης η αλιεία, ενώ η βιομηχανική δραστηριότητα συνέβαλε στον σχηματισμό μιας εργατικής τάξης, που έμελλε αργότερα να παίξει σημαντικό πολιτικό ρόλο στο Βόρειο Β. Περνώντας στη σημερινή εποχή, παρατηρούμε ότι η ανάπτυξη μιας ενιαίας αρμονικής οικονομίας απαίτησε μια αρκετά μακροχρόνια και δύσκολη διαδικασία. Η ενοποίηση του Βόρειου και του Νότιου Β. στον πολιτικό τομέα δεν συνοδεύτηκε αμέσως από ανάλογες ενοποιήσεις στον κοινωνικό και τον οικονομικό τομέα. Στη βορειοβιετναμέζικη οικονομία υπάρχει πολύ μεγαλύτερη εξισορρόπηση μεταξύ υπαίθρου και πόλεων. Η οικονομική διάρθρωση, που κληροδότησε στο τμήμα αυτό της χώρας η αποικιοκρατία, άλλαξε ριζικά. Η μεταρρύθμιση αυτή χρειάστηκε βέβαια να ξεκινήσει σχεδόν από το μηδέν, και ένας από τους λόγους ήταν και το γεγονός ότι κατά την αποχώρησή τους οι Γάλλοι πήραν μαζί τους ή κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος του βιομηχανικού και λιμενικού εξοπλισμού. Η κυβέρνηση έθεσε τότε δύο βασικούς στόχους: μια αγροτική μεταρρύθμιση σε εθνική βάση και τη δημιουργία ενός δυναμικού βιομηχανικού τομέα, που βασίζεται στις αξιόλογες εγχώριες πρώτες ύλες. Τον πρώτο καιρό, το κράτος απέφυγε να κάνει απαλλοτριώσεις σε ευρεία κλίμακα που θα στερούσαν όλους τους κτηματίες από τη γη τους· μέτρα πιο ριζικά πάρθηκαν μόνο από το 1953 και μετά, με τη δήμευση των γαιών που ήταν ήδη επιταγμένες· και πάλι όμως η κυβέρνηση σεβάστηκε την ιδιοκτησία του μέσου χωρικού, αν και το μέτρο βρήκε αρκετά πρόσφορο έδαφος ανάμεσα στις αγροτικές μάζες, συνηθισμένες από αιώνες σε διάφορες μορφές κοινοκτημοσύνης. Η κολεκτιβοποίηση ολοκληρώθηκε το 1955-56, όχι όμως χωρίς αντιδράσεις ή χωρίς σφάλματα, των οποίων ο αντίκτυπος ήταν σε μερικές περιπτώσεις σημαντικός. Το επόμενο βήμα προς τον σοσιαλισμό υπήρξε η αρχή μιας συνεταιριστικής κίνησης σε τεράστια κλίματα (1958), που το 1975 περιλάμβανε το 92,5% των αγροτικών οικογενειών. Το 1972 ιδρύθηκαν 500 πρότυποι συνεταιρισμοί, που εφάρμοσαν μια εντελώς νέα αγροτική τεχνολογία και εξασφάλισαν, σχετικά με το παρελθόν, πολύ αξιόλογες αποδόσεις. Η προτεραιότητα που δόθηκε στη γεωργία μελετήθηκε σε συσχετισμό με τη βιομηχανική ανάπτυξη· ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας, που ενισχύθηκε χάρη στην οικονομική βοήθεια της Κίνας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Βέβαια, στον βιομηχανικό τομέα η όλη προσπάθεια διακόπηκε ή ανακόπηκε πολλές φορές εξαιτίας των βομβαρδισμών και των συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων. Το πρώτο πενταετές σχέδιο ολοκληρώθηκε το 1965· το διαδέχτηκαν ορισμένα διετή προγράμματα έκτακτης ανάγκης (όπως το διετές πρόγραμμα ανοικοδόμησης μετά τους βομβαρδισμούς, που αναγγέλθηκε το 1974). Το 1976 άρχισε η εφαρμογή του δεύτερου πενταετούς σχεδίου (1976-80), που έριξε το μεγαλύτερο βάρος του στην εκβιομηχάνιση, στις επικοινωνίες, στην ενίσχυση ορισμένων νέων οικονομικών τομέων σε ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένου και του Νότιου Β., με την τεχνική και οικονομική βοήθεια τόσο των σοσιαλιστικών όσο και των δυτικών κρατών. Στην προγραμματισμένη βορειοβιετναμέζικη οικονομία, αποφασιστικό ρόλο παίζουν ο κρατικός και ο κολεκτιβιστικός τομέας, ενώ ο ιδιωτικός είναι σχεδόν αμελητέος· φυσικά, η πραγματικότητα αυτή επιτρέπει την έγκαιρη και σωστή εφαρμογή των οικονομικών μέτρων που έχουν προβλεφθεί στα κυβερνητικά σχέδια. Πάντως, οι φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας που απαιτούνται για την εκβιομηχάνιση είναι σημαντικές (άνθρακας, μέταλλα) και προβλεπόταν ότι, όταν θα είχε ολοκληρωθεί και η αναδιάρθρωση των γεωργικών συνεταιρισμών, η δυναμικότητα της οικονομίας θα αυξανόταν περισσότερο. Από την άλλη πλευρά, η σωστή λειτουργία της νοτιοβιετναμέζικης οικονομίας, που βέβαια δεν είναι ιδιαίτερα ανθηρή ούτε όμως και εξαρθρωμένη, εμποδίστηκε για πολλά χρόνια από τους πολέμους, που οπωσδήποτε απορύθμισαν τους μηχανισμούς της. Πρόκειται για μια οικονομία κατά 60% αγροτική, που στηρίζεται κυρίως στις εξαιρετικά παραγωγικές ζώνες του Δέλτα του Μεκόνγκ, οι οποίες υπέστησαν βαριά πλήγματα από τον πόλεμο. Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν στην οργάνωση και διάρθρωση της παραγωγής δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν παρά μόνο σταδιακά. Στο Νότιο Β., το πέρασμα από ένα, έστω sui generis, είδος καπιταλισμού στον σοσιαλισμό και δύσκολο ήταν και αναστάτωση επέφερε, τόσο στο παραγωγικό όσο και στο πολιτιστικό και ιδεολογικό κατεστημένο. Βεβαίως και η οικονομία του Νότιου Β. σημαδεύτηκε σκληρά από τον πόλεμο, αλλά και λόγω της παρουσίας των αμερικανικών στρατευμάτων, που επηρέασαν βαθιά τη χώρα οικονομικά και κοινωνικά. Οι τεράστιες αυτές πολεμικές ζημιές μεταφράζονται στην εξαφάνιση ή στον μαρασμό ολόκληρων χωριών, στην καταστροφή απέραντων αγροτικών ή δασικών εκτάσεων (από τους βομβαρδισμούς ή τη χρήση ειδικών ουσιών, οι οποίες καταστρέφουν το φύλλωμα των φυτών), αλλά και σε μια γενικότερη μείωση της παραγωγικής δυναμικότητας ολόκληρων περιοχών, εξαιτίας της ανασφάλειας που επικρατούσε εκεί στα χρόνια του πολέμου. Τα τεράστια ποσά της αμερικανικής οικονομικής βοήθειας, με τη διάβρωση και την έλλειψη οργάνωσης που υπήρχε στη χώρα, ουσιαστικά δεν χρησίμευσαν παρά μονάχα για να διατηρούν κάποια ισορροπία στο ισοζύγιο των πληρωμών και για να δημιουργήσουν (κοντά στις αμερικανικές βάσεις και στις κυριότερες πόλεις) μια εντελώς τεχνητή ευημερία, βασισμένη σε υπερτροφική ανάπτυξη ενός παρασιτικού μεσολαβητικού τομέα. Στο βιομηχανικό πεδίο, παρατηρήθηκε κάποτε μια αναπτυξιακή δραστηριότητα, ποτέ όμως η παραγωγικότητα δεν έφτασε σε υψηλά επίπεδα, αν και ορισμένα έργα υποδομής που πραγματοποιήθηκαν από τους Αμερικανούς –λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμοι– εξαντλώντας πια τον πολεμικό προορισμό τους, θα μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Από το 1986 η κυβέρνηση του Β. εφάρμοσε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα ανοίγματος προς τις δυτικές χώρες, επιτρέποντας τον ανταγωνισμό, τις διεθνείς επενδύσεις και, έστω και με κρατικό παρεμβατισμό, την οικονομία της αγοράς. Αυτό είχε θετικά αποτελέσματα σε όλους τους οικονομικούς δείκτες της χώρας, χωρίς να μεταβάλει την ουσία του πολιτεύματος και της κοινωνικής διάρθρωσης. Όμως, η μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση του 1997 στη ΝΑ Ασία επηρέασε αναμφίβολα και το Β., το οποίο επέλεξε μια πιο σκληρή κρατική παρεμβατική πολιτική στην οικονομία, θεωρώντας την κρίση απότοκο των δεινών της καπιταλιστικής οικονομίας και περιορίζοντας τα ανοίγματα στην οικονομία. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) του Β. ανέρχεται σε 154.400 εκατ. δολάρια ΗΠΑ (2000) και το κατά κεφαλήν εισόδημα σε 1.950 δολ. ΗΠΑ. Η καλλιέργεια του ρυζιού είναι παραδοσιακά διαδεδομένη, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, στην περιοχή του Τονκίν. Οι ορυζώνες είναι τριών ειδών: εκείνοι που έχουν αρκετά ψηλά φυτάρια, τα οποία δεν ποτίζονται, αλλά βρέχονται απλώς από τις καλοκαιρινές βροχές και αποδίδουν ανάμεσα στον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο μια πλούσια συγκομιδή πολύ καλής ποιότητας· ένα δεύτερο είδος ρυζιού είναι εκείνο που έχει χαμηλό φυτάριο και δεν καλλιεργείται ποτέ το καλοκαίρι· η ποικιλία αυτή είναι χειμερινή, στέκει μόνιμα κάτω από το νερό που κατακλύζει το χωράφι και δίνει και αυτή μια ετήσια συγκομιδή μόνο, ανάμεσα στον Μάιο και τον Ιούνιο, κατώτερης όμως ποιότητας· τέλος, υπάρχουν και οι ποτιστικοί ορυζώνες, που καλλιεργούνται οποιαδήποτε εποχή του χρόνου· είναι οι πιο διαδεδομένοι και αποδίδουν δύο συγκομιδές τον χρόνο. Το μεγαλύτερο μέρος των γεωργικών εργασιών γίνεται με το χέρι: η γη οργώνεται με το άροτρο και εκχερσώνεται με την τσάπα, οι σβώλοι μεταφέρονται από τον ίδιο τον χωρικό στις άκρες του χωραφιού και στοιβάζονται εκεί, με τρόπο που να σχηματίζουν αναχώματα· οι σωροί αυτοί από χώμα μένουν άθικτοι, μέχρι που να τους στεγνώσει εντελώς ο ήλιος, και μετά τεμαχίζονται, σκάβονται για να ξεσβωλιάσουν και απλώνονται κυματιστά, για να αφρατέψουν και να σχηματίσουν την καινούρια γη, που θα οργωθεί για τη σπορά. Όλη αυτή η διαδικασία, που έχει σκοπό να αερίσει βαθιά και καλά το λασπερό έδαφος του ορυζώνα, απαιτεί περίπου 150 μέρες δουλειάς για κάθε στρέμμα. Καθώς όμως εργατικά χέρια υπάρχουν άφθονα, ο παράγοντας αυτός της υπερβολικής απώλειας χρόνου περνά τελικά σε δεύτερη μοίρα. Εξάλλου, εκτός από την καλλιέργεια του ρυζιού, ο χωρικός παίρνει από τη γη βολβούς, γλυκοπατάτες, φασόλια, σόγια και καπνά. Στη διάρκεια της αποικιοκρατίας διαδόθηκε σε όλες τις ορεινές περιοχές του Β. και η καλλιέργεια της εβέας (του δέντρου που δίνει το ελαστικό κόμμι ή καουτσούκ), του τσαγιού και του καφέ. Σήμερα, οι φυτείες της εβέας είναι εκείνες που κυριολεκτικά καθορίζουν τις τύχες της γεωργικής οικονομίας στο νότιο τμήμα της χώρας. Οι φυτείες αυτές βρίσκονται στα πλησιέστερα προς τις κοιλάδες υψίπεδα, που έχουν κλίμα υγρό και θερμό. Η παραγωγή καουτσούκ το 2001 έφτασε τους 320.000 τόνους (έναντι 65.000 το 1991). Από το 1958 άρχισε να εξαπλώνεται ως σύστημα ο γεωργικός συνεταιρισμός, σε σοσιαλιστική ή ημισοσιαλιστική βάση, με στόχο τη βελτίωση των μεθόδων της εργασίας, και κυρίως του ποτίσματος, τη διάδοση της χρήσης λιπασμάτων και τη βελτίωση της παραγωγής με την επιλογή καλύτερων γεωργικών ποικιλιών. Γενικά, η γεωργική παραγωγή του Β., σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 1955 (Βόρειο και Νότιο), εμφανίζεται αυξημένη σε όλους τους τομείς, ιδιαίτερα στον τομέα της ρυζοκαλλιέργειας, που από το 1975 έχει παρουσιάσει αύξηση 100% (22.300 εκατ. τόνους το 1993 και 31,1 εκατ. τόνους το 2001). Το Νότιο Β. έχει επίσης αξιόλογο δασικό πλούτο, που παρά τις φοβερές καταστροφές του χημικού πολέμου παραμένει ζωτικό κεφάλαιο. Σύμφωνα με τα επίσημα κρατικά στοιχεία, τα δάση πρέπει να καλύπτουν το 29% της εδαφικής έκτασης της περιοχής. Το πιο διαδεδομένο φυτό –που χρησιμοποιείται και ως πρώτη ύλη σε πολλά αντικείμενα– είναι το μπαμπού: κατασκευάζονται με αυτό σπίτια και βάρκες, χαρτί και πολλά είδη εργαλείων. Τα φυτά που ακολουθούν αμέσως μετά σε σπουδαιότητα, είναι τα τροπικά δέντρα με σκληρό ξύλο, ενώ το δέντρο που δίνει το ξύλο τικ έρχεται σε δεύτερη μοίρα.Αξιόλογη είναι στον τομέα της κτηνοτροφίας η αύξηση που σημειώθηκε στον αριθμό βοοειδών, με δεδομένο τον ελάχιστο αριθμό των στεγνών λιβαδιών που είναι κατάλληλα για βοσκή. Ανεπτυγμένοι, αντίθετα, είναι οι τομείς της ορνιθοτροφίας και της χοιροτροφίας (ειδικά η παραγωγή χοιρινού, χάρη στην επέκταση της κολεκτιβιστικής χοιροτροφίας, διπλασιάστηκε από το 1955). Σε ό,τι αφορά τον τομέα της αλιείας, χάρη στη μορφολογία των ακτών, το ψάρεμα στη θάλασσα έπαιζε ανέκαθεν στο Β. πολύ σπουδαιότερο ρόλο απ’ ό,τι το ψάρεμα στα ποτάμια. Τα προϊόντα της αλιείας προορίζονται για ίδια κατανάλωση από τους ψαράδες, τα τελευταία όμως χρόνια παρατηρείται και μια ανάπτυξη της εμπορικής αλιείας· αρκετά από τα ψάρια χρησιμοποιούνται και για την παρασκευή του νουόκ-μαμ, καρυκεύματος πολύ διαδεδομένου στη βιετναμέζικη κουζίνα, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε ο τομέας της συσκευασίας γαρίδων σε κονσέρβες. Εκτός από τους ψαράδες, η αλιεία παρέχει δουλειά σε πολλούς στεριανούς, που φτιάχνουν βάρκες και πλοιάρια, υφαίνουν πανιά ή πλέκουν σχοινιά. Χαρακτηριστική εξάλλου είναι η πατροπαράδοτη οργάνωση της αλιείας, ιδίως στο Νότιο Β., όπου την αλιευτική επιχείρηση χρηματοδοτούσαν άλλοτε τα αφεντικά (Θο), αγοράζοντας τις βάρκες και τα ξάρτια, και την εμπιστεύονταν στον πεπειραμένο αρχιψαρά τους (Θο-φου), που ήξερε καλά τα μυστικά της θάλασσας και διάλεγε μόνος του το πλήρωμά του, για το οποίο ήταν και υπεύθυνος. Το 1997 η συνολική αλιευτική παραγωγή έφτασε τους 1.550.000 τόνους έναντι 800.000 τόνων το 1972.Η κινεζική κυριαρχία. Βασικά χαρακτηριστικά της ιστορίας του Β. υπήρξαν αφενός η βαθμιαία επέκταση των πληθυσμών, που σήμερα αποτελούν την πλειοψηφία της χώρας και προέρχονται από τη μεσημβρινή Κίνα, προς τα νότια και προς το εσωτερικό, και αφετέρου η υποχώρηση των αρχικών αυτοχθόνων φύλων, που συγγενεύουν εθνικά με τις υπόλοιπες φυλές της χερσονήσου της Ινδοκίνας και της Ινδονησίας, προς τα βουνά και τα δάση. Σε εκείνους τους λαούς ανήκαν πιθανότατα οι πρωτόγονοι άνθρωποι που δημιούργησαν τον παλαιολιθικό πολιτισμό του Χόα Μπινχ, τον μεσολιθικό πολιτισμό του Μπακ Σον στο Βόρειο Β. και, τέλος, τον πολιτισμό Ντονγκ Σον, που αναπτύχθηκε επίσης στο Βόρειο Β. ανάμεσα στον 4ο και τον 3ο αι. π.Χ., χωρίς ωστόσο να αποφύγει την τεχνολογική και κοινωνική επίδραση της Κίνας. Η αφομοίωση κινεζικών κοινωνικών συστημάτων, της ιδεολογίας του κομφουκιανισμού που υιοθετήθηκε και επίσημα, αλλά προπάντων των κινεζικών τεχνολογικών μεθόδων στους τομείς της γεωργίας και της μεταλλουργίας, έγινε πολύ πιο έντονα αισθητή μετά το 111 π.Χ., όταν οι Κινέζοι κατέκτησαν τα εδάφη του Βόρειου Β., που έμελλαν να τα κρατήσουν για μια ολόκληρη χιλιετία. Φυσικά, όπως και στην ίδια την Κίνα, έτσι και στο Β. παρατηρήθηκε κατά περιόδους το φαινόμενο των αγροτικών επαναστάσεων. Στην εσωτερική αυτή ένταση που δημιουργούσε ο ξεσηκωμός των χωρικών, θα πρέπει να προστεθούν κατά τη μακροχρόνια αυτή περίοδο και αρκετά αντικινεζικά επεισόδια, τα οποία συνήθως συμπίπτουν με τις εποχές παρακμής της Κίνας. Η κατάκτηση της αυτονομίας. Η κρίση που ξέσπασε στην Κίνα και οδήγησε στην κατάλυση της δυναστείας Τανγκ (907), η παράλληλη διαμόρφωση στους κόλπους της βιετναμέζικης αριστοκρατίας –στην οποία στηριζόταν το κινεζικό καθεστώς– διασπαστικών τάσεων καθώς και η οξύτατη κοινωνική ένταση που δημιουργήθηκε ανάμεσα σε αυτή την αριστοκρατική τάξη και τους Βιετναμέζους χωρικούς προκάλεσαν τον 10 αι. το τέλος της κινεζικής εξουσίας στο Β. Το νέο κράτος, ανεξάρτητο πια από το 939, συγκλονίστηκε σχεδόν για έναν αιώνα από τις συνεχείς εναλλαγές ηγεμόνων, ενώ παράλληλα δεν έλειψαν οι απόπειρες από την πλευρά της Κίνας να αποκαταστήσει την κυριαρχία της στο Β. Η δύσκολη αυτή περίοδος δεν τερματίστηκε παρά μόνο το έτος 1010, με την εγκαθίδρυση μιας ισχυρής και σταθερής δυναστείας, αυτής των Λι, που θα έμενε στην εξουσία μέχρι το 1225. Στους Λι οφείλεται μια διαδικασία κοινωνικής, διοικητικής, στρατιωτικής και δημοσιονομικής αναδιάρθρωσης, που προοδευτικά μετέτρεψε το Β. σε φεουδαρχική μοναρχία με ισχυρή κεντρική εξουσία, η οποία ανέλαβε και τον ρόλο του θεματοφύλακα των εθνικών πολιτιστικών αξιών. Ανάμεσα στο 1075 και στο 1077 οι Κινέζοι αποπειράθηκαν να ανακτήσουν τον έλεγχο του Β., κατατροπώθηκαν όμως σε μια μάχη κοντά στην πρωτεύουσα Θανγκ Λονγκ (το σημερινό Ανόι). Οπωσδήποτε, πολύ πιο αποφασιστική για τη μετέπειτα ιστορική εξέλιξη του Β. στάθηκε η προώθηση των Λι προς τα νότια· εξαπολύοντας το 1044 και το 1068 επιθέσεις εναντίον της φυλής των Τσαμ, κατάφεραν να κάνουν τον λαό αυτό φόρου υποτελή. Μεταξύ 12ου και 13ου αι., ωστόσο, μια σειρά μηχανορραφιών στον στενό κύκλο της άρχουσας τάξης υπήρξε αφορμή σοβαρότατης κρίσης, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η άνοδος στην εξουσία, το 1225, μιας νέας δυναστείας, των Τραν. Στα χρόνια της δυναστείας των Τραν σημειώθηκε η ιστορικά σημαντικότερη καθολική βιετναμέζικη αντίσταση όλης της μεσαιωνικής περιόδου κατά της επιβολής μιας νέας ξενικής κυριαρχίας· έτσι, όταν οι Μογγόλοι –κύριοι ήδη της Κίνας– επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν το Β. ως πέρασμα που θα τους επέτρεπε να φτάσουν στις θάλασσες του νότου, οι Βιετναμέζοι πολέμησαν σκληρά και τους νίκησαν, για πρώτη φορά το 1257 και ξανά πάλι το 1284, για να τους απωθήσουν οριστικά στην καταστρεπτική μάχη του 1287. Η παρακμή των Τραν συμπίπτει με τη δεύτερη πεντηκονταετία του 14ου αι. Ο τελευταίος άρχοντας της δυναστείας αυτής εκθρονίστηκε από τον αυλικό σύμβουλο Λε Kουί Λι, που το 1400 θεμελίωσε τη νέα δυναστεία των Xο, η οποία διατήρησε την εξουσία μέχρι το 1407, ενώ η προσπάθειά της να πραγματοποιήσει μια σειρά αγροτικών μεταρρυθμίσεων απέτυχε, κάνοντας τη θέση του χωρικού ακόμα χειρότερη και αυξάνοντας την αθλιότητά του. Στο μεταξύ, οι εσωτερικές ανωμαλίες ευνόησαν μια νέα κινεζική επιδρομή, που έφερε (1407) το τέλος της σύντομης δυναστείας των Χο, παράλληλα με την προσωρινή αναβίωση της κινεζικής κυριαρχίας στο Β. Αυτή τη φορά, η κινεζική καταπίεση υπήρξε τόσο μεγάλη, ακόμα και στον εθνικό και πολιτιστικό τομέα, ώστε γρήγορα προκάλεσε το ξέσπασμα της επανάστασης των χωρικών. Κύρια μορφή στον αντικινεζικό αγώνα αναδείχτηκε ο Λε Λόι, ο μεγάλος εθνικός ήρωας της ιστορίας του Β. Ο αγώνας αυτός, που τερματίστηκε το 1427 με τη μάχη του Τσι Λανγκ, δεν ήταν σημαντικός μονάχα γιατί απάλλαξε το Β. από τον ζυγό της Κίνας, αλλά κυρίως γιατί σφυρηλάτησε μια καινούργια βιετναμέζικη εθνική συνείδηση. Η δυναστεία των Λε και η διάσπαση της ενότητας. Ο θρίαμβος της αντικινεζικής αντίστασης, ωστόσο, δεν έμελλε να φέρει καμιά από τις βαθιές κοινωνικές αλλαγές που τόσο επιθυμούσαν οι μάζες. Το 1428 ο ήρωας Λε Λόι θεμελίωσε πράγματι μια νέα δυναστεία, η οποία όμως δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να υιοθετήσει και να τελειοποιήσει τους θεσμούς και τα συστήματα των Τραν. Δεν μπορεί, όμως, να μην αναγνωριστεί η μεγάλη συμβολή της στην εδαφική επέκταση της χώρας. Καταρχάς, για να εξασφαλίσει από τον κίνδυνο τα βόρεια σύνορα του Β., δεν δίστασε να δεχτεί –στο πλαίσιο μιας συνετής αλλά και καιροσκοπικής συνάμα πολιτικής– μια κάπως αόριστη σχέση φορολογικής υποτέλειας απέναντι στην Κίνα. Μην έχοντας έτσι να φοβηθεί τίποτα από τον βορρά, ο Λε Λόι υπέταξε μεταξύ 1431 και 1432 τους λαούς των Τάι και των Μουόνγκ στο Βόρειο Β., ενώ ο λαμπρότερος ηγεμόνας της δυναστείας των Λε, ο Λε Θανχ Τον (που βασίλεψε μεταξύ 1460 και 1497), μεγάλωσε τη χώρα του κατατροπώνοντας το 1470 τους Τσαμ, οι οποίοι έχασαν όλα τα εδάφη που αποτελούν σήμερα το κεντρικό Β. και, υποτελείς πια, αναγκάστηκαν μετά την καταστροφή της πρωτεύουσάς τους Βιτζάγια να περιοριστούν αποκλειστικά στις νότιες περιοχές. Μετά τον θάνατο του Λε Θανχ Τον η δυναστεία των Λε αρχίζει να παρακμάζει γρήγορα και, το 1527, ένα σημαντικό πρόσωπο της βιετναμέζικης υπαλληλικής γραφειοκρατίας, ο Μακ Ντανγκ Ντουνγκ, αποσπά την εξουσία από τον ηγεμόνα των Λε, για να συστήσει αυτός με την οικογένειά του μια νέα δυναστεία. Η αντίδραση όμως έρχεται γρήγορα· ενάντια στην παράνομη αυτή εξουσία οργανώνεται μια κίνηση υπέρ της νόμιμης εκθρονισμένης δυναστείας των Λε με επικεφαλής τις δύο μεγαλύτερες οικογένειες της βιετναμέζικης αριστοκρατίας, τους Νγκουγιέν και τους Τρινχ. Έπειτα από μακρόχρονους αγώνες και μηχανορραφίες, το 1592 οι Λε ανακτούν και πάλι τον θρόνο τους και εγκαθίστανται επίσημα στην πρωτεύουσα Ανόι. Τυπικά, οι Λε βασίλεψαν εκεί μέχρι το 1788· ουσιαστικά, όμως, η βασιλική εξουσία είχε περάσει στα χέρια των Τρινχ, που είχαν και τον απόλυτο έλεγχο τόσο της οικονομικής όσο και της πολιτικής ζωής της χώρας. Η αποκατάσταση της δυναστείας των Λε δεν έφερε στο Β. ούτε την ειρήνη ούτε τη γαλήνη. Και αυτό διότι οι πραγματικοί κύριοι της εξουσίας, οι Τρινχ, κυβερνούσαν μονάχα στον βορρά, ενώ ολόκληρη η κεντρική και νότια ζώνη των ακτών βρισκόταν στα χέρια της άλλης μεγάλης οικογένειας, των Nγκουγιέν. Σε ολόκληρη τη διάρκεια του 17ου αι., η σκληρή διαμάχη ανάμεσα στις δύο αυτές ισχυρές φεουδαρχικές οικογένειες στοίχισε τεράστιες καταστροφές στον τόπο. Μετά το 1672, όμως, οι Τρινχ παραιτήθηκαν από τη συνέχιση ενός αγώνα, που σε τελική ανάλυση είχε ήδη αποδειχτεί ανώφελος· η οικογένεια των Nγκουγιέν από την πλευρά της, πραγματικά κυρίαρχη και ανεξάρτητη στον νότο από το 1620 και έπειτα, επωφελήθηκε από τη σύναψη της ειρήνης για να προωθηθεί ακόμα πιο νότια. Το 1697 στέρησε οριστικά από τον λαό των Τσάμπα την τελευταία εδαφική βάση του βασιλείου τους, ενώ μετέτρεψε σταδιακά σε προτεκτοράτο της και την Καμπότζη, την οποία σιγά-σιγά απογύμνωσε από όλη την εδαφική ζώνη που βρίσκεται ανατολικά της Σαϊγκόν. Τέλος, μέσα στα πρώτα πενήντα χρόνια του 18ου αι., ακόμα και η ακρότατη μεσημβρινή περιοχή της χερσονήσου είχε περιέλθει στην εξουσία των Νγκουγιέν. Η διαίρεση του Β. σε Βόρειο και Νότιο είχε συντελεστεί. Και στη διάρκεια της περιόδου αυτής της διαίρεσης, άρχισε σταδιακά και η διείσδυση των ξένων, των Ευρωπαίων συγκεκριμένα, που είχαν συμφέροντα στη νησιωτική ζώνη της νοτιοανατολικής Ασίας. Από αυτούς, οι Ολλανδοί πήραν το μέρος των Τρινχ. Όσο για τους Νγκουγιέν, είχαν ήδη από τα μέσα του 17ου αι. επαφές και σχέσεις με τους Γάλλους και τους Πορτογάλους, οι οποίοι συνδύαζαν εκεί τις εμπορικές και ιεραποστολικές τους δραστηριότητες. Η επανάσταση των Τάι Σον και η αποκατάσταση του Γκια Λονγκ. Στο πρώτο μισό του 18ου αι., πολλαπλασιάστηκαν οι εξεγέρσεις των χωρικών στον βορρά με αρχηγούς, το 1739 τον Nγκουγιέν Kου και τον Nγκουγιέν Tουγιέν, το 1740 τον Nγκουγιέν Nτανχ Φουόνγκ, και από το 1743 έως το 1752 τον Nγκουγιέν Xούου Kάου. Από όλες αυτές τις εξεγέρσεις σημαντικότερη στάθηκε ωστόσο η λεγόμενη επανάσταση των Tάι Σον, με επικεφαλής τους αδελφούς Nγκουγιέν Βαν Xουέ, Nγκουγιέν Βαν Nχακ και Nγκουγιέν Βαν Λου, η οποία συγκλόνισε συθέμελα την παλιά κοινωνικοπολιτική δομή του τόπου. Ξεκινώντας το 1771 από τις εσωτερικές περιοχές του μεσημβρινού Β., το κίνημα πλαισιώθηκε πολύ σύντομα από όλους όσοι ήταν δυσαρεστημένοι με το καθεστώς των Nγκουγιέν, που ήδη βρισκόταν σε αποσύνθεση, για να φουντώσει σε μια αληθινή επανάσταση που εκδηλώθηκε και στις πρώτες αστικές ομάδες. Κυρίως, όμως, ξεσηκώθηκαν οι χωρικοί, που αιώνες ολόκληρους ζούσαν στην καταπίεση. Για όλους τους παραπάνω λόγους, η εξέγερση βρήκε εύκολα πρόσφορο έδαφος σε ολόκληρη τη χώρα, με αποτέλεσμα να καταφέρουν οι Tάι Σον μέσα στο 1783 να κατακτήσουν ουσιαστικά όλο το κεντρικό και νότιο Β., ενώ η δυναστεία των Nγκουγιέν κατέφευγε στο Σιάμ, προσπαθώντας να προκαλέσει εισβολή των Σιαμέζων στο Β. και συγχρόνως να κερδίσει την υποστήριξη των Γάλλων. Τρία χρόνια αργότερα, το 1786, οι Tάι Σον έκαμπταν και τη δύναμη των Tρινχ. Για ένα διάστημα, στην αρχή, οι επαναστάτες δέχτηκαν να συνεχίσουν την αναγνώριση –όπως πριν από αυτούς οι Tρινχ– της εικονικής εξουσίας της δυναστείας των Λε, πολύ γρήγορα όμως οι Λε ήρθαν σε ρήξη μαζί τους και στράφηκαν για βοήθεια στην Κίνα, ζητώντας να εισβάλει στη χώρα ένας κινεζικός στρατός από 200.000 άντρες. Ο αρχηγός των Tάι Σον, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του αυτοκράτορα ολόκληρης της χώρας (1788), κατάφερε όχι μόνο να αφυπνίσει τη δύσκολη εκείνη στιγμή το εθνικό αίσθημα των συμπατριωτών του αλλά και να τους συγκεντρώσει ενωμένους γύρω του και να νικήσει. Αποκρούοντας ύστερα από σκληρούς αγώνες τόσο την κινεζική εισβολή στον βορρά όσο και την επίθεση του Σιάμ στον νότο, αποκατέστησε για πρώτη φορά από το 1620 την ενότητα στο Β. Στο κοινωνικό πεδίο, δεν άργησαν ωστόσο να φανούν τα προβλήματα και οι αντιθέσεις που θα υπονόμευαν τη θέση των Tάι Σον: το κύμα της αγροτικής επανάστασης που σάρωσε τη χώρα δεν μπόρεσε να μορφοποιηθεί και να μετουσιωθεί σε μια πρόσφορη πολιτική αγροτικών μεταρρυθμίσεων· απεναντίας μάλιστα, τα καταναγκαστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν για να ανακάμψει η οικονομία, επιβάρυναν πολύ περισσότερο τους φτωχούς χωρικούς παρά τους μεγαλοκτηματίες. Με τον καιρό, το κίνημα των Τάι Σον έχασε τη λαϊκή υποστήριξη. Κι έτσι, στερημένο από τη λαϊκή του βάση και χάνοντας έναν από τους σημαντικότερους αρχηγούς του, υπέκυψε σιγά-σιγά στις δυνάμεις της μεσημβρινής δυναστείας των Nγκουγιέν, που με επικεφαλής τον πρίγκιπα Nγκουγιέν Aνχ κατάφεραν, ύστερα από μια σκληρή εκστρατεία μεταξύ 1801 και 1802, να θέσουν οριστικά τέρμα στην εξουσία των Tάι Σον. Κυρίαρχος πια ολόκληρης της χώρας (που πρωτοπήρε τότε και το σημερινό της όνομα, Β.), ο Nγκουγιέν Aνχ βασίλεψε μέχρι το 1820 με τον τίτλο Γκιά Λονγκ, αφού προηγουμένως, το 1803, είχε κατορθώσει να αναγνωριστεί η πατρίδα του από την Κίνα ως χώρα φόρου υποτελής. Το νέο αυτό βασίλειο – που η πρωτεύουσά του μεταφέρθηκε στην πόλη Xουέ– είχε κύρια χαρακτηριστικά την υπερβολική ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, έντονα γραφειοκρατικής, αυταρχικής και μοναρχικής, τον σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στην τάξη των χωρικών και στην κλειστή κάστα των λίγων που κυβερνούσαν, καθώς και την εισαγωγή μιας σειράς διοικητικών και φορολογικών μέτρων αρκετά σκληρών, που ουσιαστικός στόχος τους ήταν να κρατούν τις αγροτικές μάζες υπό στιβαρό έλεγχο. Τελικά, ο άκαμπτος συντηρητισμός της δυναστείας των Nγκουγιέν και το εσωτερικό κοινωνικό χάσμα, που ολοένα μεγάλωνε, εξασθένισαν τη χώρα σε τέτοιο βαθμό ώστε να την κάνουν σχεδόν ανίσχυρη. Στα μέσα του 19ου αι., οι διάφορες μικροενοχλήσεις καθώς και οι προσπάθειες της Γαλλίας να αποκτήσει οικονομική και θρησκευτική διείσδυση στο Β. έδωσαν πια καθαρά τη θέση τους σε μια ανοιχτή ένοπλη επίθεση εναντίον της ανεξαρτησίας της χώρας. Η εξάπλωση της γαλλικής αποικιοκρατίας. Η κυβέρνηση του Ναπολέοντα Γ’ αναγκάστηκε να ξεκινήσει την επίθεση κατά του Β., υποκύπτοντας στις πιέσεις των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, που, αποβλέποντας στην Άπω Ανατολή, χρειάζονταν μια σταθερή βάση, η οποία να τους ανήκει και να την ελέγχουν αποκλειστικά. Γαλλικές ναυτικές και χερσαίες δυνάμεις επιτέθηκαν και κατέλαβαν –κατά ένα μέρος το 1862 και ολοκληρωτικά το 1867– τις περιοχές εκείνες του νότιου τμήματος της χώρας που με την ονομασία Κοχινκίνα μετατράπηκαν αργότερα σε αποικίες της Γαλλίας. Η κατάληψη της Kοχινκίνας, όμως, δεν ήταν παρά το πρώτο βήμα· ο τομέας που κυρίως συγκέντρωνε το γαλλικό ενδιαφέρον ήταν η κοιλάδα του Ερυθρού Ποταμού (Σονγκ Kόι). Η επίθεση στην περιοχή εκείνη, που οι Γάλλοι ονόμαζαν Tονκίν, άρχισε ανάμεσα στο 1872 και 1873 από ομάδες Γάλλων εξερευνητών και τυχοδιωκτών, οι οποίες ενεργούσαν εν ονόματι ιδιωτικών συμφερόντων, δεν άργησαν όμως να υποστηριχθούν εμφανώς από την επίσημη Γαλλία με ανοιχτή παρέμβασή της, η οποία και επέβαλε το 1874 στην αυτοκρατορική αυλή του Β. μια νέα συνθήκη, που άνοιγε την κοιλάδα του Ερυθρού Ποταμού στο γαλλικό εμπόριο. Μια σειρά μεταγενέστερων πολεμικών επιχειρήσεων, οι οποίες ευνοήθηκαν και από την κρίση που περνούσε η δυναστεία της χώρας, ολοκλήρωσε μεταξύ 1882 και 1884 την υποταγή του βιετναμέζικου κράτους, επιβάλλοντας το γαλλικό προτεκτοράτο και στις κεντρικές περιοχές, με την ονομασία Ανάμ. Χωρισμένο έτσι σε τρεις διαφορετικές περιφέρειες, το παλιό Β., του οποίου οι γαλλικές αρχές αμφισβητούσαν την ιστορική ενότητα και την εθνική συνέχεια, συμπεριλήφθηκε από το 1887 στην Ένωση της Ινδοκίνας μαζί με δύο άλλα κράτη, ολωσδιόλου ετερογενή τόσο από ιστορική όσο και από εθνική άποψη: την Καμπότζη, που είχε γίνει προτεκτοράτο το 1863 –αν και οι ηγεμόνες της είχαν πάντα πολύ μεγαλύτερα περιθώρια αυτονομίας απ’ ό,τι οι ηγεμόνες του Β.– και το Λάος, που έγινε οριστικά προτεκτοράτο το 1893. Πάνω από την ηγεσία αυτών των χωρών και έχοντας όλες τις εξουσίες, ο Γάλλος κυβερνήτης –που πρωτοδιορίστηκε το 1887– υπαγόρευε ουσιαστικά την πολιτική και χάραζε την οικονομική γραμμή ολόκληρης της γαλλικής Ινδοκίνας. Τον πρώτο καιρό δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στη διάρθρωση όλων των υπηρεσιών γύρω από την κεντρική εξουσία, στη στρατιωτική και αστυνομική οργάνωση της χώρας καθώς και στην κατασκευή δρόμων, γεφυρών, καναλιών, τη διάνοιξη οδών μέσω της ζούγκλας που μέχρι τότε ήταν τελείως αδιάβατη, στον προσωπικό και υγειονομικό έλεγχο των πολιτών. Από την άποψη της οικονομικής πολιτικής, την πρώτη θέση είχε η φροντίδα της φορολογικής αξιοποίησης των νέων γαλλικών εδαφών καθώς και η εμπορική εκμετάλλευση των εξαγωγικών προοπτικών που δημιουργούσε το ρύζι της Kοχινκίνας και άλλα εγχώρια προϊόντα. Η άμεση και συστηματική εκμετάλλευση της παραγωγής μεταλλευτικών προϊόντων και τσιμέντου άρχισε αρκετά αργότερα, μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, με καθεστώς μονοπωλίου από γαλλικές εταιρείες. Την ίδια περίπου εποχή πραγματοποιήθηκαν σε ευρύτατη κλίμακα απαλλοτριώσεις κοινοτικών γαιών, για να δημιουργηθούν στα εδάφη αυτά γαλλικές φυτείες (κυρίως καουτσούκ και ρυζιού), ενώ παράλληλα στρατολογήθηκαν με τη βία, για να καλύψουν τις ανάγκες των φυτειών και των ορυχείων, εργάτες που δεν είχαν το δικαίωμα να διακόπτουν την εργασιακή τους σχέση προς τον εργοδότη και των οποίων οι συνθήκες ζωής και δουλειάς ήταν πολύ σκληρές. Τα αντιαποικιακά κινήματα. Οι παραπάνω κοινωνικοί παράγοντες έπαιξαν φυσικά τον ρόλο τους στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων και του χαρακτήρα που θα είχε ο μακροχρόνιος και λυσσαλέος αγώνας των Βιετναμέζων κατά της αποικιοκρατίας. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου παρατηρήθηκαν ορισμένες επαναστατικές κινήσεις που καταπνίγηκαν χωρίς δυσκολία, ξεπήδησε από τους κόλπους της μικροαστικής τάξης το εθνικιστικό επαναστατικό κίνημα, εκπρόσωπος του οποίου ήταν από το 1927 και έπειτα το Εθνικιστικό Κόμμα του Β., με αρχηγούς τον Νγκουγιέν Θάι Χοκ, τον Ξου Νου και τον Φο Ντουκ Τσινχ. Θεωρώντας ότι μπορούσε να βασιστεί στο γεγονός πως ήταν ήδη αρκετά δημοφιλές, το κόμμα αυτό επιχείρησε στρατιωτική επανάσταση, που η πρώτη σπίθα της άναψε στη φρουρά του Γιεν Μπάι, στον Ερυθρό Ποταμό, σημειώνοντας και την πρώτη επιτυχία των εθνικιστών στασιαστών με την κατάληψη της φρουράς (1930-31). Η γαλλική αντίδραση ήταν κεραυνοβόλος. Εκδηλώθηκε με τέτοια δυσαναλογία στρατιωτικών δυνάμεων σε σχέση με τους εθνικιστές, ώστε όχι μόνο εξουδετέρωσε κάθε επαναστατική απόπειρα αλλά κυριολεκτικά εξάρθρωσε τον επαναστατικό μηχανισμό, καταδικάζοντας πολλά στελέχη του σε θάνατο και στέλνοντας πολυάριθμους εθνικιστές στα καταναγκαστικά έργα. Εν τω μεταξύ στις 6 Ιανουαρίου του 1930 είχε συσταθεί και το Κομουνιστικό Κόμμα της Ινδοκίνας, στους κόλπους του οποίου είχαν συνενωθεί διάφορα κινήματα της άκρας αριστεράς. Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του κόμματος αυτού, εξαρχής, υπήρξε ο Νγκουγιέν Τατ Θανχ, γνωστός σε όλο τον κόσμο με το ψευδώνυμο Χο Τσι Μινχ. Η κομουνιστική δραστηριότητα της δεκαετίας του 1930 δεν συνάντησε λιγότερες δυσκολίες στο πλαίσιο του αντιαποικιακού αγώνα της Ινδοκίνας. Μια σειρά απεργιών στα εργοστάσια, στις αρχές του 1930, που τη διαδέχτηκε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς μια πραγματική αγροτική επανάσταση στο κεντρικό Β. –περιοχή Νγκε Αν– είχε ως αποτέλεσμα τη σύσταση τοπικών σοβιέτ του τύπου που υπήρχε τότε στην Κίνα, ενώ τους επόμενους μήνες το επίκεντρο του αγροτικού αγώνα μετατοπιζόταν στην Κοχινκίνα. Σε όλα αυτά έθεσε τέλος η σκληρή μαζική επέμβαση της γαλλικής αεροπορίας. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και οι επιπτώσεις του στην Ινδοκίνα. Η παγκόσμια σύρραξη και ιδιαίτερα η παράδοση της Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940 στους Γερμανούς, άλλαξαν την κατάσταση ριζικά: ύστερα από συμφωνία με τη γαλλική κυβέρνηση του Βισί, τον έλεγχο της Ινδοκίνας ανέλαβαν οι Ιάπωνες, που μέσα στο 1941 προχώρησαν σε στρατιωτική κατάληψη της χώρας. Η στροφή που έκανε τότε το Κομουνιστικό Κόμμα και ο Χο Τσι Μινχ υλοποιήθηκε στη σύσταση (Μάιος 1941) της Ένωσης για την ανεξαρτησία του Β., γνωστής με την ονομασία Βιέτ-Μινχ. Με βάση ένα πρόγραμμα προοδευτικής πολιτικοκοινωνικής δημοκρατίας και με σύνθημα τον αγώνα ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία και στον ιαπωνικό ιμπεριαλισμό, οι Βιέτ-Μινχ ξεκίνησαν μια συστηματική προπαγανδιστική εκστρατεία στον πληθυσμό, προσπαθώντας να πείσουν τον λαό ότι οι κοινωνικοί αγώνες έπρεπε να ταυτιστούν με τον αντιαποικιακό αγώνα στο πλαίσιο του παγκόσμιου πολέμου. Ανάμεσα στο 1943 και το 1944 κατόρθωσαν να δημιουργήσουν πάνω στα βουνά του Τονκίν και κοντά στα σύνορα της Κίνας μια ελεύθερη ζώνη ελεγχόμενη από τους δικούς τους ένοπλους αντάρτες και να εξασφαλίσουν ακόμα και τη συνεργασία της Εθνικιστικής Κίνας και των ΗΠΑ στον αντι-ιαπωνικό τους ανταρτοπόλεμο. Η γένεση της Λαϊκής Δημοκρατίας. Όταν την άνοιξη του 1945 οι Ιάπωνες κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν δυναμικά κάθε γαλλική ισχύ στην Ινδοκίνα, δοκιμάζοντας μάλιστα πειραματικά να συνεργαστούν και με τον αυτοκράτορα του Ανάμ, τον Μπάο Ντάι, η προώθηση των ιαπωνικών θέσεων σε ολόκληρη την ανατολική Ασία είχε πια λάβει τέτοιες διαστάσεις που ουσιαστικά οι Βιέτ-Μινχ είχαν απομείνει η μόνη αξιόλογη λαϊκή δύναμη στη χώρα. Έτσι, μετά την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας τον Αύγουστο του 1945 και τον αφοπλισμό των στρατευμάτων της στην Ινδοκίνα, ολόκληρη η χώρα περιήλθε στις 19 Αυγούστου στην εξουσία των Βιέτ-Μινχ. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 ανακηρύχθηκε στο Ανόι, που είχε ξαναγίνει πρωτεύουσα της χώρας, η Λαϊκή Δημοκρατία του Β. με πρόεδρο τον Χο Τσι Μινχ και με μια κυβέρνηση συνασπισμού, που περιλάμβανε από κομουνιστές μέχρι εθνικιστές, ακόμα και αυτόν τον τέως αυτοκράτορα Μπάο Ντάι. Η κατάσταση, οπωσδήποτε, δεν ήταν καθόλου εύκολη για το νεοσύστατο κράτος, αφού πάνω του βάρυνε η απειλή της αποκατάστασης της γαλλικής αποικιακής κυριαρχίας. Για έναν χρόνο, ο Χο Τσι Μινχ κέρδιζε χρόνο διεξάγοντας με τη Γαλλία διαπραγματεύσεις, που όλοι ήλπιζαν πως θα οδηγούσαν στην αναγνώριση του νέου κράτους και στην παραχώρηση εκ μέρους των Γάλλων ανεξαρτησίας ή τουλάχιστον αυτονομίας. Δυστυχώς, τα εμπόδια που προέβαλαν οι ομάδες των αποίκων και οι γαλλικές διοικητικές αρχές στην Ινδοκίνα, το γεγονός ότι η Γαλλία είχε επανακτήσει τον στρατιωτικό έλεγχο του Νότιου Β. (που είχε καταληφθεί από τις βρετανικές δυνάμεις) και είχε εγκαθιδρύσει και πάλι στο τμήμα εκείνο της χώρας την αποικιακή της εξουσία, αλλά και η ίδια η άστατη εσωτερική πολιτική κατάσταση της Γαλλίας, τορπίλισαν τελικά τις προοπτικές ενός οριστικού συμβιβασμού, έτσι ώστε στα τέλη του 1946 το Παρίσι αποφάσισε μια ευρείας κλίμακας στρατιωτική επέμβαση στο Β. Ο πόλεμος με τη Γαλλία και οι συμφωνίες της Γενεύης. Μολονότι το επαναστατικό βιετναμέζικο κίνημα βρισκόταν εκείνη την εποχή σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, πολιτικά απομονωμένο λόγω της οξύτητας στην οποία είχαν φτάσει οι σχέσεις του με την Κίνα, οι γαλλικές δυνάμεις αντιμετώπισαν από την πρώτη στιγμή μια σκληρή και εκτεταμένη αντίσταση από την πλευρά των ανταρτών όχι μονάχα στις πόλεις αλλά κυρίως στις περιοχές του εσωτερικού της χώρας, τόσο στον βορρά όσο και στον νότο. Το αποτέλεσμα ήταν να μην καταφέρουν να εξασφαλίσουν στις πολεμικές επιχειρήσεις τους, που κάλυψαν την περίοδο 1946-50, μόνιμες και οριστικές στρατιωτικές επιτυχίες έναντι των ανταρτών. Αλλά ούτε και η προσπάθειά τους, που άρχισε από το 1948 και υποστηρίχθηκε και από τις ΗΠΑ, να αποκαταστήσουν στην εξουσία τον αυτοκράτορα Μπάο Ντάι και να εγγυηθούν κάποια περιθώρια αυτονομίας στην κυβέρνησή του, σημείωσε οποιαδήποτε πολιτική επιτυχία. Τελικά, η επικράτηση της επανάστασης στην Κίνα και η ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 1949 μετέβαλαν τις αντικειμενικές συνθήκες υπό τις οποίες ήταν υποχρεωμένη να ενεργεί η κυβέρνηση του Χο Τσι Μινχ, που το 1950 αναγνωρίστηκε από τη Σοβιετική Ένωση, την Κίνα και τις υπόλοιπες χώρες του ανατολικού συνασπισμού, εξασφαλίζοντας από αυτές υποστήριξη και βοήθεια. Στα χρόνια που ακολουθούν αρχίζει να παρατηρείται μια βαθμιαία στροφή στην εξέλιξη του πολέμου, που αργά αλλά σταθερά κλίνει πια υπέρ των δυνάμεων της Λαϊκής Δημοκρατίας του Β. Ο εκτεταμένος ανταρτοπόλεμος των οικονομικά ζωτικών περιοχών του Δέλτα των ποταμών συνδυάζεται με τη δημιουργία μιας σταθερής εδαφικής ζώνης, η οποία διοικείται από έναν οργανωμένο κρατικό μηχανισμό. Βαθμηδόν, η εδαφική αυτή ζώνη επεκτείνεται από την περιοχή της κινεζικής μεθορίου, όπου περιοριζόταν το 1950, στα όρια του Δέλτα του Ερυθρού Ποταμού (1951), στις βορειοδυτικές περιοχές (1952), ωσότου, ανάμεσα στο 1953 και στις αρχές του 1954, η κυβέρνηση του Χο Τσι Μινχ κατορθώνει να θέσει σταθερά υπό τον έλεγχό της όλες τις εκτάσεις του εσωτερικού της χώρας, ενώ παράλληλα μαίνεται ένας συστηματικός ανταρτοπόλεμος σε όλες σχεδόν τις πεδινές ζώνες. Το γαλλικό στοιχείο δεν ελέγχει πλέον παρά τις πόλεις και –στη διάρκεια της ημέρας μόνο– ορισμένες κοιλάδες. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μάχη για την κατάληψη του Ντιεν Μπιεν Φου, του οχυρού που η Γαλλία είχε εγκαταστήσει σε μια στρατηγικά νευραλγική ζώνη του βορειοδυτικού Β. το φθινόπωρο του 1953, αποκτά ιδιαίτερα αποφασιστική σημασία. Στην απρόσμενα ισχυρή επίθεση των δυνάμεων του Χο Τσι Μινχ, το Ντιεν Μπιεν Φου πέφτει τελικά στις 7 Μαΐου του 1954, σημειώνοντας το τέλος του πολέμου της Ινδοκίνας και τον τερματισμό της γαλλικής κυριαρχίας. Οι διαπραγματεύσεις που θα καθορίσουν στο εξής τη μοίρα του Β. μεταφέρονται τώρα στη Γενεύη. Στη διεθνή διάσκεψη που γίνεται εκεί από τις 26 Απριλίου μέχρι τις 20 Ιουλίου του 1954 μετέχουν η Γαλλία, η Λαϊκή Δημοκρατία του Β., τα τρία κράτη της Γαλλικής Ένωσης (δηλαδή το Νότιο Β., η Καμπότζη και το Λάος), η Σοβιετική Ένωση, η Λαϊκή Κίνα, η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Οι συμφωνίες στις οποίες καταλήγει η διάσκεψη προβλέπουν ότι και οι δύο εμπόλεμοι (Γαλλία και Λαϊκή Δημοκρατία του Β.) θα αποσύρουν αντίστοιχα τα στρατεύματά τους, ο ένας στα νότια (Γαλλία) και ο άλλος στα βόρεια (Χο Τσι Μινχ) του 17ου παραλλήλου, που διαιρεί τη χώρα σε δύο τμήματα. Διευκρινίζεται πάντως ότι «σε καμία περίπτωση» ο 17ος παράλληλος δεν μπορεί να θεωρηθεί «μεθοριακή γραμμή» και ότι μέσα σε δύο χρόνια θα προκηρυχθούν γενικές εκλογές υπό τον έλεγχο διεθνούς επιτροπής, για να καθοριστεί η ενοποίηση και το καθεστώς του Β. Η λύση αυτή, από την αρχή, δεν άρεσε στις ΗΠΑ. Οι αντιρρήσεις τους ξεκινούσαν από το γεγονός ότι η σταθερή θεμελίωση της παγκόσμιας δύναμής τους απαιτούσε να συμπεριλαμβάνεται οπωσδήποτε το Νότιο Β. στη δική τους σφαίρα στρατιωτικο-οικονομικής επιρροής. Έτσι, στην πραγματικότητα, η διαχωριστική γραμμή του 17ου παραλλήλου κατέληξε σε πολιτική διαίρεση, με τον σχηματισμό δύο χωριστών κρατών. Την επομένη των συμφωνιών της Γενεύης, τη διακυβέρνηση του Νότιου Β. είχε αναλάβει ο Νγκο Ντινχ Ντιέμ, ένας αριστοκράτης με σπουδές στην Αμερική, αρχηγός ήδη της κυβέρνησης της Σαϊγκόν κατά την τελική φάση της διάσκεψης της Γενεύης. Σε αυτόν αποφάσισαν να στηρίξουν οι ΗΠΑ την επίτευξη των πολιτικών σχεδίων τους, υποστηρίζοντας το καθεστώς του. Στις 26 Οκτωβρίου 1955, ύστερα από δημοψήφισμα, ο Ντιέμ, αφού εκθρόνισε τον αυτοκράτορα Μπάο Ντάι, έγινε αρχηγός του κράτους, το οποίο και ανακηρύχθηκε Δημοκρατία. Το σύνταγμα που ψηφίστηκε στις 7 Ιουλίου 1956 εγκαθίδρυσε στο Νότιο Β. ένα καθαρά απολυταρχικό καθεστώς, που είχε την αμέριστη στρατιωτική και οικονομική συμπαράσταση των ΗΠΑ. Όσο για τον Ντιέμ, ως πρόεδρος της Δημοκρατίας του Β. φρόντισε σε ανταπόδοση να οργανώσει τα πράγματα με τέτοιον τρόπο ώστε ο 17ος παράλληλος να μεταβληθεί όχι απλώς σε μεθόριο αλλά σε ένα πραγματικό σιδηρούν παραπέτασμα ανάμεσα στον βορρά και τον νότο της χώρας. Τα δύο Β. Εν όψει αυτών των εξελίξεων στο Νότιο Β., εξαιτίας των οποίων είχαν καταρρεύσει τόσο οι ελπίδες για ενοποίηση όσο και η προοπτική των εκλογών του 1956, η κυβέρνηση του Ανόι προσπαθούσε να αντιδράσει επικαλούμενη τις συμφωνίες της Γενεύης και ζητώντας την υποστήριξη του ανατολικού συνασπισμού. Αλλά ο παραμερισμός των συμφωνιών αυτών και το ναυάγιο των γενικών εκλογών (που όλοι οι παρατηρητές πίστευαν ότι θα εξασφάλιζαν στον Χο Τσι Μινχ ευρύτατη πλειοψηφία), αφού εντάσσονταν πλέον στα γενικότερα στρατηγικά σχέδια των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία, δεν ήταν δυνατόν να ξεπεραστούν με διπλωματικές πρωτοβουλίες. Στο μεταξύ, το Βόρειο Β. έπρεπε να ανορθώσει και την οικονομία του. Η κυβέρνηση του Ανόι αφιερώθηκε ολόψυχα στην προσπάθεια αυτή από το 1954 μέχρι το 1960, αρχικά εφαρμόζοντας μια ριζική αγροτική μεταρρύθμιση και στη συνέχεια κατασκευάζοντας μερικές μεγάλες βιομηχανίες, βασισμένες στα πρότυπα των πρώτων σοβιετικών οικονομικών σχεδίων, προσαρμοσμένες όμως και διαρθρωμένες σύμφωνα με τις ανάγκες μιας χώρας μικρής και υπανάπτυκτης μέσα στην τροπική ζούγκλα. Αλλά και στο Νότιο Β., κατά τα τρία-τέσσερα πρώτα χρόνια μετά τις συμφωνίες της Γενεύης η κατάσταση στις αστικές περιοχές έμοιαζε να οδηγείται σε κάποια σταθερότητα, παρά τις δυσκολίες που ο Ντιέμ αντιμετώπιζε εξαιτίας της πολιτικής του απομόνωσης μέσα στην ίδια του τη χώρα και παρά το δραματικό έλλειμμα του προϋπολογισμού, το οποίο σχεδόν κατά τα δύο τρίτα έπρεπε να καλύπτεται από αμερικανική οικονομική βοήθεια. Οι αγροτικοί αγώνες στο Νότιο Β. Η βιετναμέζικη ύπαιθρος πριν από το 1954 ήταν το θέατρο όχι μονάχα του ανταρτοπόλεμου κατά της Γαλλίας, αλλά, σε ευρεία κλίμακα, είχε αποτελέσει και τις κυριότερες ζώνες που είχαν περιέλθει στον μόνιμο έλεγχο των ανταρτών του Χο Τσι Μινχ. Τα γεγονότα αυτά είχαν επιφέρει σημαντικές μεταβολές στην αγροτική κοινωνία. Πολλοί από τους ιδιοκτήτες γης είχαν φύγει εγκαταλείποντας τα χωράφια τους ή είχαν εκδιωχθεί με τη βία· μετά την αποχώρηση των γαιοκτημόνων, η γη είχε διανεμηθεί ανάμεσα στους χωρικούς και ο ανταρτοπόλεμος στα μέρη εκείνα είχε σφυρηλατήσει ιδιαίτερους δεσμούς ανάμεσα στους φτωχούς χωρικούς και τους αντάρτες. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε πολλά προβλήματα στον Ντιέμ. Για να επεκτείνει τον έλεγχό του στην ύπαιθρο, ο Ντιέμ ήταν υποχρεωμένος να προχωρήσει σε μια ένοπλη αποκατάσταση της παλιάς κοινωνικής τάξης. Εν όψει αυτών των μέτρων βίας και της απειλής ότι θα έχαναν ξανά εκείνα τα εδάφη που τα λαχταρούσαν αιώνες ολόκληρους και που τα είχαν επιτέλους αποκτήσει στη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα εναντίον των Γάλλων, οι χωρικοί σήκωσαν και αυτοί τα όπλα. Η εκτεταμένη αγροτική αντίσταση που οργανώθηκε φούντωσε ακόμα περισσότερο, όταν η κυβέρνηση Ντιέμ αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια μαζική μεταφορά αγροτικών πληθυσμών στα λεγόμενα στρατηγικά χωριά, που θα μπορούσαν να ελέγχονται άμεσα από την εξουσία της Σαϊγκόν και από την αστυνομία, ώστε να καταλυθεί η στενή συνεργασία μεταξύ των χωρικών και παλιών ανταρτών. Η απόφαση αυτή, ωστόσο, στάθηκε καταστρεπτική για το καθεστώς του Ντιέμ, το οποίο στο πέρασμα του χρόνου είχε μεταβληθεί σε μια οικογενειακή υπόθεση, η οποία ευνοούσε μόνο έναν περιορισμένο κύκλο προσώπων, κυρίως καθολικών. Την ένταση καθιστούσε ακόμα πιο δραματική η κινητοποίηση των διαφόρων θρησκευτικών οργανώσεων, οι οποίες εκπροσωπούσαν τις μεγάλες βουδιστικές μάζες της χώρας και είχαν στενούς δεσμούς με τον αγροτικό κόσμο. Τα θεμέλια του οικοδομήματος που είχε κατασκευαστεί στη Σαϊγκόν το 1954 έτριζαν. Κατά τα τέλη του 1960, οι αντιστασιακές δυνάμεις ίδρυσαν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το οποίο αναλάμβανε να διευθύνει τόσο τον ένοπλο όσο και τον πολιτικό αγώνα στο Νότιο Β., έως ότου αποκτήσει η Σαϊγκόν μια κυβέρνηση συνασπισμού αποφασισμένη να λύσει τα αγροτικά κοινωνικά προβλήματα και να διακόψει κάθε δεσμό με τις ΗΠΑ. Η πτώση του καθεστώτος του Ντιέμ. Μέσα στα δύο επόμενα χρόνια, η κατάσταση χειροτέρεψε για το καθεστώς του Ντιέμ, ενώ σε ολόκληρες περιοχές ελεγχόμενες βασικά από τους αντάρτες, η εξουσία της Σαϊγκόν είχε γίνει σκιώδης. Οι βουδιστές, με τις δημόσιες αυτοπυρπολήσεις τους, προκαλούσαν εξεγέρσεις. Το κλίμα ήταν τέτοιο, που οι ίδιοι οι Αμερικανοί της Σαϊγκόν έβλεπαν το αδιέξοδο. Ένα πραξικόπημα που θα ανέτρεπε τον Ντιέμ ήταν η μόνη λύση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες την ευνοούσαν. Το πραξικόπημα έγινε πράγματι την 1η Νοεμβρίου 1963: ο Ντιέμ και ο αδελφός του Νου δολοφονήθηκαν, ενώ τα μέλη της οικογένειας Νγκο που είχαν οποιεσδήποτε θέσεις και επιρροή απομακρύνθηκαν. Ωστόσο, από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, τίποτα σχεδόν δεν έγινε μετά το πραξικόπημα –ίσως και επειδή, εν τω μεταξύ, μεσολάβησε και η δολοφονία του προέδρου Κένεντι– για να αναθεωρηθεί ουσιαστικά η πολιτική που αφορούσε το Νότιο Β. Ούτε οι συμφωνίες της Γενεύης εφαρμόστηκαν ούτε οι μάχες στην ύπαιθρο σταμάτησαν ούτε νέες λύσεις μελετήθηκαν. Η κυβέρνηση Τζόνσον ήταν αντίθετη σε κάθε πρόταση για διαπραγματεύσεις, είτε επιτόπου με το Απελευθερωτικό Μέτωπο είτε στο πλαίσιο μιας νέας διάσκεψης της Γενεύης. Αποτέλεσμα της τακτικής αυτής ήταν, στους μήνες που ακολούθησαν την πτώση του Ντιέμ, να συγκλονιστεί κατ’ επανάληψη το Νότιο Β. από τραγικές κρίσεις, που διαδέχονταν η μία την άλλη. Τα πολυάριθμα πραξικοπήματα που έγιναν στη Σαϊγκόν ανάμεσα στον Νοέμβριο του 1963 και στις αρχές του 1965, είχαν τεράστιες επιπτώσεις στη διεξαγωγή του πολέμου. Το Απελευθερωτικό Μέτωπο, ενισχυμένο από τη βοήθεια και τις προμήθειες υλικού που έθετε στη διάθεσή του το Βόρειο Β., κέρδιζε κάθε μέρα έδαφος, επεκτείνοντας τον έλεγχό του όλο και σε περισσότερες περιοχές, στις οποίες οι αντάρτες ήταν στην ουσία η μόνη αρχή που ασκούσε εξουσία. Ήδη από το 1963, αλλά με ρυθμό όλο και πιο έντονο στη διάρκεια του 1964, το Μέτωπο είχε αρχίσει να στρέφει άμεσα τις επιθέσεις του και στις αμερικανικές βάσεις του νότου, που αποτελούσαν και τους πραγματικούς επιτελικούς πυρήνες οι οποίοι κατηύθυναν τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Βιετκόνγκ. Ο πόλεμος περνά τον 17ο παράλληλο. Το καλοκαίρι του 1964, η επιδείνωση της πολιτικής και στρατιωτικής κρίσης στους κόλπους του καθεστώτος της Σαϊγκόν έδειξε ολοκάθαρα πως η διατήρηση του Νότιου Β. στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με μια άμεση και χρονικά απεριόριστη επέμβαση αμερικανικών δυνάμεων ξηράς, απαραίτητων για την αντιμετώπιση ενός καθημερινού ανταρτοπόλεμου, ευέλικτου και ήδη γερά ριζωμένου. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζόνσον, ωστόσο, είχε την ελπίδα ότι μια σειρά βομβαρδισμών στις πόλεις του Βόρειου Β. θα δημιουργούσε τόσο ισχυρές πιέσεις στην κυβέρνηση του Ανόι ώστε θα ανάγκαζε τον Χο Τσι Μινχ να ασκήσει την επιρροή του στους αντάρτες του νότου, πείθοντάς τους να σταματήσουν τον πόλεμο. Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν τον Φεβρουάριο του 1965 η αμερικανική κυβέρνηση έλαβε την απόφαση να αρχίσει τις αεροπορικές επιθέσεις στον βορρά, κατευθύνοντας αρχικά τους βομβαρδισμούς στις ζώνες που ήταν ακριβώς πάνω από τον 17ο παράλληλο και κατόπιν επεκτείνοντάς τους βαθμηδόν –με μια τακτική που ονομάστηκε κλιμάκωση– σε ολόκληρη την εδαφική επικράτεια του Βόρειου Β., με μοναδική εξαίρεση το κέντρο του Ανόι, χωρίς όμως να κάνει καμιά διάκριση τους υπόλοιπους στόχους, που περιλάμβαναν ακόμα και σχολικές ή υγειονομικές εγκαταστάσεις, καθώς και προχώματα ποταμών. Ακριβώς για να διαψεύσουν τις αμερικανικές ελπίδες ότι το αντάλλαγμα για τη λήξη των βομβαρδισμών στο Βόρειο Β. θα ήταν ο τερματισμός του ανταρτοπόλεμου στον νότο, η κυβέρνηση του Ανόι και το Απελευθερωτικό Μέτωπο του νότου προσδιόρισαν με κοινή τους ανακοίνωση –την άνοιξη του 1965– τα «σημεία για μια δίκαιη λύση του βιετναμέζικου προβλήματος», που ήταν τα εξής: αποχώρηση από το Β. όλων των αμερικανικών δυνάμεων, τερματισμός οποιασδήποτε ξένης ανάμειξης στα εσωτερικά της χώρας, αναγνώριση στους Βιετναμέζους του δικαιώματος να αποφασίσουν ελεύθερα οι ίδιοι για την τύχη τους, με την υποχρέωση από μέρους τους να αναβάλουν για αρκετό διάστημα την ένωση των δύο τμημάτων. Ο τρόπος με τον οποίο ήταν διατυπωμένα τα σημεία αυτά ξεκαθάριζε, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο ανταρτοπόλεμος στο Νότιο Β. θα σταματούσε μόνο όταν θα έπαυε να υπάρχει εκεί οποιαδήποτε αμερικανική παρουσία και όταν θα σχηματιζόταν στη Σαϊγκόν μια κυβέρνηση συνασπισμού, που θα περιλάμβανε στους κόλπους της όλες τις νοτιοβιετναμέζικες πολιτικές δυνάμεις και, φυσικά, και το Απελευθερωτικό Μέτωπο. Η προσπάθεια να αποφευχθεί (με τους βομβαρδισμούς στον βορρά) η αποστολή χερσαίων αμερικανικών δυνάμεων στο Β., αποδείχτηκε αποτυχημένη ήδη από το καλοκαίρι του 1965, όταν, με τη ραγδαία κατάρρευση του νοτιοβιετναμέζικου στρατού, έγινε φανερό πως ακόμα και ο έλεγχος στις αμερικανικές βάσεις, αλλά και στην ίδια την πρωτεύουσα, δεν ήταν πια καθόλου σίγουρος. Για να αναχαιτιστούν οι αντάρτες, ο Τζόνσον αναγκάστηκε να στείλει εσπευσμένα –το φθινόπωρο του 1965– ένα επικουρικό στρατιωτικό σώμα. Ακολούθησε στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα κύμα διαμαρτυριών, που ολοένα διογκωνόταν. Και ενώ η κατάσταση αυτή είχε λάβει πια αρκετά μεγάλες διαστάσεις, το 1968, μια σειρά επιθετικών ενεργειών των ανταρτών, που έγιναν γνωστές με τον χαρακτηρισμό επίθεση του Τετ, ερχόταν να αποδείξει πόσο ευάλωτη ήταν η αμερικανική πλευρά στο Νότιο Β., πόσο ανίσχυρη εμφανιζόταν η κυβέρνηση της Σαϊγκόν και πόσο εκτεταμένος πια ήταν ο έλεγχος των ανταρτών στα εδάφη του Νοτίου Β. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα αυξανόμενων ηθικών πιέσεων στις ΗΠΑ και δυσφορίας σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, σε έναν λόγο του στις 31 Μαρτίου –στον οποίο ανήγγειλε ότι αποσύρεται από τον προεκλογικό αγώνα που είχε τότε ήδη αρχίσει– ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωνε την απόφαση της κυβέρνησής του να περιορίσει την έκταση των βομβαρδισμών του Βορείου Β. και να προτείνει στο Ανόι την έναρξη άμεσων διαπραγματεύσεων. Το Βόρειο Β. δέχτηκε πράγματι να προσέλθει στο τραπέζι των συνομιλιών, που άρχισαν στο Παρίσι την άνοιξη του 1968, «με σκοπό να επιτύχει την ολοκληρωτική και χωρίς όρους κατάπαυση των βομβαρδισμών στον βορρά, έτσι ώστε να διεξαγάγει –μόνο όμως μετά την εκπλήρωση του όρου αυτού και χωρίς ανάλογο αντάλλαγμα στον νότο– διαπραγματεύσεις για μια γενικότερη ρύθμιση του βιετναμέζικου προβλήματος». Την 1η Νοεμβρίου ο πρόεδρος Τζόνσον δεχόταν τον όρο του Β. και διέκοπτε τους βομβαρδισμούς. Από τη στιγμή εκείνη, ο πόλεμος, χωρίς να μειωθεί καθόλου σε ένταση στο στρατιωτικό πεδίο, μεταφέρθηκε απλώς και στο διπλωματικό. Η βιετναμοποίηση του πολέμου και η επανένωση των δύο Β. Μια νέα φάση του πολέμου αρχίζει την άνοιξη του 1969: ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Νίξον εγκαινιάζει μια πολιτική επαφών με τις μεγάλες κομουνιστικές δυνάμεις, ξεκινά μυστικές διαπραγματεύσεις στο Παρίσι για να εξασφαλίσει ανακωχή και ταυτόχρονα αποφασίζει τη λεγόμενη βιετναμοποίηση του πολέμου, που σημαίνει σταδιακή αποχώρηση του αμερικανικού στρατού από τη χώρα, έτσι ώστε η ευθύνη του πολέμου να μείνει πια στους Νοτιοβιετναμέζους, στους οποίους ωστόσο παραχωρεί την υποστήριξη της αμερικανικής αεροπορίας και του πυροβολικού. Τον ίδιο χρόνο πεθαίνει ο ηγέτης του Βόρειου Β., Χο Τσι Μινχ (βλ. λ.) Η ηγεσία του Βορείου Β. και η προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση του Νοτίου Β. (που είχε συγκροτηθεί το 1969) βρίσκονται σε δύσκολη θέση: το Νότιο Β. διατρέχει τον κίνδυνο της πολιτικής απομόνωσης και αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να εξαναγκαστεί –ίσως και από τις πιέσεις των ίδιων του των συμμάχων– να θέσει τέρμα στον πόλεμο, χωρίς να έχει προηγουμένως επιτύχει καμιά αποφασιστική εγγύηση για μια μελλοντική ένωση. Η προοπτική μιας ακρωτηριασμένης νίκης, όπως του 1954 –της εποχής των συμφωνιών της Γενεύης– αναγκάζει τελικά το Ανόι να ξαναρχίσει τις εχθροπραξίες. Ο πόλεμος συνεχίζεται. Τον Μάιο του 1972, ύστερα από μεγάλη επίθεση των δυνάμεων του Βορείου Β., στη διάρκεια της οποίας καταλαμβάνεται η πόλη Κουάνγκ Τρι, ο Νίξον δίνει εντολή να επαναληφθούν οι αεροπορικές επιδρομές στον βορρά. Φυσικά, οι μυστικές συνομιλίες στο Παρίσι διακόπτονται. Στο μεταξύ, στον νότο, τα στρατεύματα του στρατηγού Γκιαπ και οι δυνάμεις των Βιετκόνγκ απλώνονται παντού, ενώ στον τακτικό πόλεμο και στον ανταρτοπόλεμο προστίθενται τώρα και οι τοπικές εξεγέρσεις. Τον Ιούλιο της χρονιάς εκείνης τα πράγματα δείχνουν ότι η κατάσταση θα κριθεί κατά τρόπο τραγικό για τις ΗΠΑ, η κομουνιστική επίθεση όμως χάνει την ορμή της και τον Σεπτέμβριο τα αμερικανικά στρατεύματα ανακαταλαμβάνουν την Κουάνγκ Τρι. Έτσι, τον Οκτώβριο, οι επαφές που είχαν αρχίσει από τον Ιούλιο ανάμεσα στον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ και τον πληρεξούσιο του Βορείου Β. Λε Ντουκ Θο, καταλήγουν σε κάποια συμφωνία. Η κυβέρνηση του Ανόι εμφανίζεται διατεθειμένη να δεχτεί κατάπαυση του πυρός και να απελευθερώσει τους Αμερικανούς αιχμαλώτους πολέμου, με αντάλλαγμα την αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ από το Νότιο Β., ενώ παράλληλα δέχεται να καθοριστεί το πολιτικό μέλλον του τμήματος αυτού της χώρας μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, χωρίς δική της ανάμειξη, αποκλειστικά μεταξύ της κυβέρνησης της Σαϊγκόν και των Βιετκόνγκ. Η συμφωνία υπογράφεται τελικά, ύστερα από πολλές αναβολές, τον Ιανουάριο του 1973. Στο Νότιο Β., παρά την αμερικανική στρατιωτική αποχώρηση, ο πόλεμος συνεχίζεται. Στην ουσία, η ανακωχή δεν ήταν παρά ένας τρόπος για να κερδηθεί χρόνος, χωρίς να γίνεται λόγος για τις βορειοβιετναμέζικες μεραρχίες που υπήρχαν εκεί τη στιγμή της επίσημης διακοπής των εχθροπραξιών. Τα δύο χρόνια που θα ακολουθήσουν –και που χωρίζουν τη στιγμή της ανακωχής από τη στιγμή του τερματισμού του πολέμου– το Ανόι και η Σαϊγκόν θα εκτοξεύσουν μεταξύ τους χιλιάδες καταγγελίες για παραβίαση των όρων της ανακωχής. Στο μεταξύ, όμως, ο Γκιαπ επωφελείται για να αυξήσει την επιθετική ικανότητα των στρατευμάτων του και, στις 10 Μαΐου 1975, χτυπά την οχυρή θέση Μπαν Με Θουότ, στα κεντρικά υψίπεδα του Β. Ύστερα από την αποτυχία αυτή, ανεξήγητα εντελώς, ο Νοτιοβιετναμέζος πρόεδρος Θιέου διατάσσει την υποχώρηση των δυνάμεών του από τις βόρειες περιοχές της χώρας, υπογράφοντας με την ενέργειά του αυτή την καταδίκη ενός καθεστώτος, που είχε κυριολεκτικά εξαντλήσει όλα τα τεχνάσματα για να επιβιώσει. Στις 21 Απριλίου 1975, και αφού οι δυνάμεις του Βορείου Β. έχουν πια καταλάβει την Ξουάν Λοκ, κερδίζοντας έτσι την τελευταία μεγάλη μάχη του πολέμου, ο πρόεδρος Θιέου παραιτείται. Λίγες μέρες αργότερα (30 Απριλίου) πέφτει η Σαϊγκόν. Το νέο Β., που η επανένωσή του ανακηρύσσεται επίσημα στις 2 Ιουλίου 1976, επισφραγίζοντας έτσι και de jure μια κατάσταση η οποία είχε επιβληθεί de facto με τα όπλα, έχει στο εξής να αντιμετωπίσει πολυάριθμα και σοβαρά προβλήματα. Πρώτο ανάμεσα σε αυτά είναι το πρόβλημα της ανοικοδόμησης του τόπου, ρημαγμένου από τριάντα και πλέον χρόνια πολέμου. Επίσης υπάρχει το πρόβλημα της εξυγίανσης της οικονομίας και της καταπολέμησης του πληθωρισμού, που μαστίζει τον νότο. Προπάντων, όμως, εκείνο που χρειάζεται να επιτύχει είναι να κατευνάσει τα πνεύματα και να συμφιλιώσει ψυχικά τους παλιούς εχθρούς. Έναν μήνα μετά την πτώση της Σαϊγκόν, τον Μάιο του 1975, το νέο καθεστώς ήλεγχε πλήρως το Νότιο Β. Μολονότι το Νότιο Β. υπό την ηγεσία της Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης παρέμενε ξεχωριστή οντότητα από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Β., ο ουσιαστικός έλεγχος ολόκληρης της χώρας περιήλθε στο Ανόι. Τον Ιούλιο του 1976 η χώρα ενώθηκε με το όνομα Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Β. και η Σαϊγκόν μετονομάστηκε σε Πόλη Χο Τσι Μινχ. Στη νέα κυβέρνηση κυριαρχούσαν τα μέλη της προηγούμενης κυβέρνησης της Λαϊκής Δημοκρατίας, δηλαδή του βορρά, αλλά περιλαμβάνονταν και ορισμένα της Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης, δηλαδή του νότου. Τον Δεκέμβριο ο Λε Ντουάν ορίστηκε γενικός γραμματέας του Κομουνιστικού Κόμματος του Β. Ο πρόεδρος Τον Ντουκ Θανγκ πέθανε τον Μάρτιο του 1980 και νέος πρόεδρος ορίστηκε ο Τρουνγκ Τσινχ τον Ιούλιο του 1981, αλλά η πραγματική εξουσία παρέμεινε στον Λε Ντουάν. Τον Ιούνιο του 1986 σημειώθηκαν κυβερνητικές αλλαγές. Τον Ιούλιο ο Λε Ντουάν πέθανε και τον διαδέχτηκε στην ηγεσία του κόμματος ο Τρουόνγκ Τσινχ. Στο 6ο συνέδριο του κόμματος επήλθαν σημαντικές αλλαγές. Οι τρεις σημαντικότεροι ηγέτες της χώρας, δηλαδή ο Τρουόνγκ Τσινχ, ο Φαμ Βαν Ντονγκ και ο Λε Ντουγκ Θο, ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους από το Πολιτικό Γραφείο λόγω προχωρημένης ηλικίας. Το συνέδριο όρισε τον Γκουγέν Βαν Λινχ γενικό γραμματέα του κόμματος. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιήθηκε μεγάλος κυβερνητικός ανασχηματισμός και αρκετοί υπουργοί απομακρύνθηκαν. Στις εκλογές για την εθνοσυνέλευση, υπήρξαν περισσότεροι υποψήφιοι για τις 496 θέσεις και στην πρώτη της σύνοδο, η εθνοσυνέλευση εξέλεξε πρόεδρο τον Βο Τσι Κονγκ και πρωθυπουργό τον Φαμ Χουνγκ. Ο τελευταίος, παρά το γεγονός ότι ήταν βετεράνος του πολέμου, υποστήριξε το πρόγραμμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο με τίτλο ανανέωση είχε ξεκινήσει ο Γκουγέν Βαν Λινχ. Τα νέα μέτρα φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος έγιναν πιο συγκεκριμένα με την απελευθέρωση μερικών χιλιάδων κρατουμένων κατά την επέτειο της ανεξαρτησίας, ενώ τον Φεβρουάριο του 1988, για να τιμηθεί η Πρωτοχρονιά, αφέθηκαν ελεύθεροι χίλιοι πολιτικοί κρατούμενοι. Τον Μάρτιο ο Φαμ Χουνγκ πέθανε και τον διαδέχτηκε ο Βο Βαν Κιέτ. Στις αρχές του 1988, η γραφειοκρατική αντιμετώπιση της έλλειψης τροφίμων οδήγησε σε λιμό τον βορρά και το γεγονός αυτό προκάλεσε μια πρωτοφανή κίνηση από αρκετά μέλη της εθνοσυνέλευσης, τα οποία ζήτησαν την παραίτηση του υπουργού Γεωργίας. Λίγο αργότερα, μέλη της εθνοσυνέλευσης πρότειναν διαφορετικό υποψήφιο για τη θέση του πρωθυπουργού, ο οποίος δεν εξελέγη, αλλά συγκέντρωσε το απροσδόκητα σημαντικό ποσοστό του 36% των ψήφων. Ο Ντο Μουόι εξελέγη στη θέση του πρωθυπουργού και δεσμεύτηκε και αυτός για προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Η μεγάλη δυσαρέσκεια για την οικονομική κατάσταση οδήγησε στην απομάκρυνση εκατοντάδων στελεχών από κυβερνητικές θέσεις και το Β., στην προσπάθειά του να βελτιώσει τις διεθνείς του σχέσεις, τροποποίησε το σύνταγμα, απαλείφοντας τις προσβλητικές αναφορές στις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Γαλλία και την Ιαπωνία. Στις δημοτικές εκλογές που έγιναν τον Νοέμβριο του 1989, έλαβαν για πρώτη φορά μέρος και υποψήφιοι που δεν ήταν μέλη του ΚΚ. Ωστόσο, η εθνοσυνέλευση υιοθέτησε νέα αυστηρή νομοθεσία για τα ζητήματα του Τύπου, με αποτέλεσμα να διατυπωθούν διεθνείς διαμαρτυρίες. Το 1990, η κυβέρνηση απομάκρυνε χιλιάδες αξιωματικούς στην προσπάθειά της να εξαλείψει τη διαφθορά. Τον Δεκέμβριο, η κεντρική επιτροπή του κόμματος πρότεινε ένα νέο πρόγραμμα με το οποίο επιβεβαιωνόταν η δέσμευση στον σοσιαλισμό, αλλά ταυτόχρονα ενισχυόταν η διαδικασία οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Λίγο αργότερα, το συνέδριο του κόμματος ενέκρινε τις νέες αυτές θέσεις. Το συνέδριο εξέλεξε τον Ντο Μουόι ως γενικό γραμματέα, ενώ υπήρξαν σημαντικές αλλαγές σε όλα τα ανώτατα κλιμάκια του κόμματος και του κράτους. Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών ο Βο Βαν Κιέτ αντικατέστησε τον Ντο Μουόι στη θέση του πρωθυπουργού. Τον Δεκέμβριο του 1991 υιοθετήθηκε νέο σύνταγμα, το οποίο, όπως και το προηγούμενο, τόνιζε τον κεντρικό ρόλο του Κομουνιστικού Κόμματος, επιβεβαίωνε τη δέσμευση στο σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα, αλλά ταυτόχρονα διασφάλιζε την προστασία των ξένων επενδύσεων και επέτρεπε τις επενδύσεις των Βιετναμέζων στο εξωτερικό. Τον Ιούλιο του 1992, στις εκλογές για την εθνοσυνέλευση, υπήρξαν πάλι περισσότεροι υποψήφιοι από τις θέσεις, αλλά εξελέγησαν μόνο όσοι ήταν μέλη του κόμματος ή του Πατριωτικού Μετώπου, δηλαδή της μαζικής οργάνωσης του κόμματος. Ο Βο Βαν Κιέτ ορίστηκε πρωθυπουργός και δήλωσε ότι το σημαντικότερο πρόβλημα της νέας κυβέρνησης είναι η αντιμετώπιση της διαφθοράς. Κατά τη διάρκεια του 1993, η κυβέρνηση ενέμενε στην πορεία προς την οικονομία της αγοράς και την ενθάρρυνση των ξένων επενδύσεων, κάτι το οποίο δεν συνοδευόταν όμως από πολιτική φιλελευθεροποίηση. Οι πολιτικές διώξεις και οι συλλήψεις πολιτικών αντιπάλων συνεχίστηκαν και σε αυτή την περίοδο. Τον Ιούνιο του 1994 η εθνοσυνέλευση υιοθέτησε νέα νομοθεσία, η οποία παρείχε το δικαίωμα της απεργίας, αρκεί να μην προσβάλλεται η κοινωνική ζωή. Στη διάρκεια του 1994 σημειώθηκαν πάντως ορισμένες απεργίες στο Β. Ο Ντο Μουόι επιβεβαίωσε την πολιτική ανοιχτών θυρών του Β., ώστε να προσελκυστούν τα ξένα κεφάλαια. Ένα από τα ζητήματα που προέκυψαν από τον Πόλεμο του Β. ήταν το ζήτημα των προσφύγων που είχαν καταφύγει σε πολλές ασιατικές χώρες τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και μετά από αυτόν. Το 1979 πάνω από 200.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν το Β. και αργότερα η κυβέρνηση του Β. συμφώνησε με τον ΟΗΕ για την οργάνωση των νόμιμων αναχωρήσεων, με αποτέλεσμα, μέχρι τα τέλη του 1988, πάνω από 140.000 άνθρωποι να εγκαταλείψουν τη χώρα με αυτό τον τρόπο. Ωστόσο, η αυξανόμενη αδιαφορία των δυτικών χωρών να προσφέρουν ευκαιρίες εγκατάστασης στους πρόσφυγες ανάγκασε τις ασιατικές χώρες να λάβουν μέτρα και να πάψουν να δέχονται τους πρόσφυγες από το Β. Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία προχώρησαν στην εκδίωξη ή τον ακούσιο επαναπατρισμό πολλών προσφύγων, με αποτέλεσμα να υπάρξουν διεθνείς επικρίσεις. Μέχρι τα τέλη του 1995, ωστόσο, έπειτα από διαπραγματεύσεις με τον ΟΗΕ, πάνω από 20.000 Βιετναμέζοι επέστρεψαν από το Χονγκ-Κονγκ, στο πλαίσιο ενός προγράμματος εθελοντικού επαναπατρισμού. Στα μέσα του 1996, το Κομουνιστικό Κόμμα του Β. πραγματοποίησε το 8ο συνέδριό του, ανανεώνοντας την ηγεσία του, αλλά επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία των τριών ισχυρών ανδρών του καθεστώτος. Ο βετεράνος του πολέμου Ντο Μουόι, 79 ετών, επανεξελέγη γενικός γραμματέας του κόμματος, ενώ στο Πολιτικό Γραφείο εξελέγησαν επίσης ο πρόεδρος Λε Ντου Ανχ, 75 ετών, και ο πρωθυπουργός Βο Βαν Κιέτ, 73 ετών. Η νέα ηγεσία του Β. εμφανιζόταν αποφασισμένη να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, χωρίς να παραμελήσει όμως την αμυντική θωράκιση της χώρας και ασφαλώς χωρίς να παραχωρήσει καμιά ελευθερία σε άλλες πολιτικές δυνάμεις. Η οικονομική κρίση στη νοτιοανατολική Ασία το 1997 είχε ως αποτέλεσμα διαδοχικές υποτιμήσεις του νομίσματος του Β., οι οποίες συνοδεύτηκαν από πολιτικές αλλαγές. Τον Δεκέμβριο του 1997 εξελέγη γενικός γραμματέας του ΚΚ ο Λε Χα Φιε, σαφώς πιο συντηρητικών κατευθύνσεων, με σκοπό να ασκήσει με μια πιο παρεμβατική πολιτική με ανακοπή των μέτρων οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Τον Απρίλιο του 2001, ο Φιε αντικαταστάθηκε από τον Νονγκ Ντουκ Μανχ. Τον ίδιο χρόνο πέθαναν δύο ιστορικές μορφές του Νότιου Β., ο τελευταίος πρόεδρος Ντουόνγκ Βαν Μινχ και ο προκάτοχός του Βαν Θιέου. Η εισβολή στην Καμπότζη και οι τριβές με τις άλλες χώρες. Οι σχέσεις του Β. με τη γειτονική Καμπότζη αποτέλεσαν ένα ακόμη σημείο έντασης στη νοτιοανατολική Ασία, αλλά και αφορμή για έναν από τους τελευταίους πολέμους που σημειώθηκαν στην περιοχή αυτή του κόσμου. Το 1977 οι σχέσεις των δύο χωρών επιδεινώθηκαν και τον Δεκέμβριο του 1978 το Β. εισέβαλε στην Καμπότζη, υποστηρίζοντας τις δυνάμεις που ήταν αντίθετες στο καθεστώς των Ερυθρών Χμερ. Τον Ιανουάριο του 1979 ανατράπηκε η κυβέρνηση του Πολ Ποτ και εγκαταστάθηκε φιλοβιετναμέζικο καθεστώς στην Καμπότζη. Τον επόμενο μήνα η Κίνα εξαπέλυσε επίθεση εναντίον του Β., ως αντίποινα για την επέμβαση αυτή. Οι συνομιλίες ειρήνης δεν έφεραν αποτέλεσμα και το 1984 η Κίνα και το Β. συγκρούστηκαν και πάλι, ενώ η κάθε πλευρά κατηγορούσε την άλλη για παραβιάσεις των συνόρων και βομβαρδισμούς. Οι συνοριακές συγκρούσεις δεν έλειψαν και τα επόμενα χρόνια. Τον Μάρτιο του 1984 το Β. συμφώνησε να αποσύρει τις δυνάμεις του από την Καμπότζη. Ωστόσο, η κυβέρνηση του Β. απέρριψε το σχέδιο ειρήνης που πρότειναν οι ηγέτες της αντίστασης στην Καμπότζη το 1986. Αργότερα, η μεγάλη ανάγκη της δυτικής βοήθειας και οι ισχυρές πιέσεις από την πρώην Σοβιετική Ένωση οδήγησαν το Β. να ανακοινώσει, τον Μάιο του 1988, ότι αποσύρει 50.000 στρατιώτες από την Καμπότζη. Τον επόμενο χρόνο η κυβέρνηση του Β. και το καθεστώς του Χενγκ Σαμρίν στην Καμπότζη δήλωσαν ότι οι δυνάμεις του Β. θα αποσυρθούν έως το Σεπτέμβριο, υπό τον όρο να σταματήσει η στρατιωτική βοήθεια και στις τρεις άλλες παρατάξεις της Καμπότζης. Η Κίνα ανταποκρίθηκε έμμεσα στο αίτημα αυτό και το Β. απέσυρε τις δυνάμεις του στα τέλη του 1989. Τον Σεπτέμβριο του 1990, σε μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Β. και Κίνας, οι Βιετναμέζοι υιοθέτησαν τη συμφωνία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την επίλυση της σύγκρουσης στην Καμπότζη. Τον Οκτώβριο του 1991 το Β. υπέγραψε τη συμφωνία ειρήνης, με την οποία ένα Ανώτατο Εθνικό Συμβούλιο εγκαθιδρύθηκε στην Καμπότζη, στο οποίο μετέχουν και οι τέσσερις παρατάξεις με αποστολή τη διεξαγωγή εκλογών υπό την εποπτεία του ΟΗΕ. Οι σχέσεις του Β. με τη Ρωσία και την Κίνα ακολούθησαν τις διακυμάνσεις της διένεξης ανάμεσα στη Μόσχα και το Πεκίνο, με αποτέλεσμα το Β. να εμπλακεί τα τελευταία χρόνια σε μια σκληρή αντιπαράθεση με την Κίνα. Στη διάρκεια του Πολέμου του Β., και οι δύο τότε μεγάλες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού βοήθησαν το Β. να αντιμετωπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η ρωσική κυβέρνηση διακήρυξε ότι θα διατηρήσει στενές οικονομικές σχέσεις με το Β. και οι Βιετναμέζοι επέτρεψαν στα ρωσικά σκάφη να χρησιμοποιούν τη ναυτική βάση του Καμ Ρανχ στο Β. Οι σχέσεις με την Κίνα ήταν επεισοδιακές και η μεγάλη ένταση σημειώθηκε την περίοδο της εισβολής του Β. στην Καμπότζη. Μετά τη συμφωνία ειρήνης η βιετναμέζικη ηγεσία επισκέφθηκε το Πεκίνο και στη συνέχεια αποκαταστάθηκαν ομαλές σχέσεις. Τον Νοέμβριο του 1992, ο Κινέζος πρωθυπουργός επισκέφθηκε το Β., ενώ τον επόμενο χρόνο οι δύο χώρες υπέγραψαν συμφωνία με την οποία δεσμεύτηκαν να αποφεύγουν τη χρήση της βίας στις διαφορές τους. Ωστόσο, ένταση σημειώθηκε και πάλι ανάμεσά τους το 1994 και στις αρχές του 1995, καθώς και οι δύο χώρες διεκδίκησαν την κυριαρχία των νησιών Σπράτλι, όπου υπάρχουν πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου. Το Β. θέλησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες ήδη από το 1984, αλλά οι ΗΠΑ έθεταν ως όρο τη διευκρίνιση της τύχης των αγνοουμένων τους στον Πόλεμο του Β. και την επανεγκατάσταση μερικών χιλιάδων Βιετναμέζων στις ΗΠΑ. Τα επόμενα χρόνια σημειώθηκε πρόοδος και στους δύο τομείς, οι ΗΠΑ χαλάρωσαν το οικονομικό εμπάργκο που είχαν επιβάλει στο Β. και τελικά ο πρόεδρος Κλίντον αποφάσισε την πλήρη άρση του εμπάργκο το 1994. Τον επόμενο χρόνο, οι ΗΠΑ και το Β. αποκατέστησαν πλήρως τις σχέσεις τους, ενώ τον Μάιο του 1997 αντάλλαξαν πρεσβευτές, για πρώτη φορά μετά την πτώση του Νότιου Β. Τον ίδιο χρόνο επισκέφθηκε το Β. η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλίν Ολμπράιτ. Τρία χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 2000, ο Μπιλ Κλίντον έγινε ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που πραγματοποιούσε επίσημη επίσκεψη στο Β., μετά τον πόλεμο, υποδεικνύοντας την οριστική εξάλειψη της ψυχρότητας και την εγκαινίαση μιας νέας περιόδου σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Οι σχέσεις των δύο χωρών στον οικονομικό τομέα μπορεί να αναπτύσσονται, αλλά παραμένουν έντονες οι μνήμες από τον σκληρό πόλεμο, στον οποίο έχασαν τη ζωή τους 58.000 Αμερικανοί και πάνω από τρία εκατομμύρια Βιετναμέζοι. Σταδιακή υπήρξε και η βελτίωση των σχέσεων του Β. με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και με τις χώρες της Ένωσης της Νοτιοανατολικής Ασίας.Η λογοτεχνική παραγωγή του Β., ανάλογα με τη διάρθρωση, τους προσανατολισμούς και την καταγωγή της, μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες: τη λαϊκή λογοτεχνία, τη λογοτεχνία σε κινεζική γλώσσα, τη σινοβιετναμέζικη (εκφρασμένη δηλαδή στη γλώσσα του τόπου, γραμμένη όμως με κινεζικούς χαρακτήρες), γνωστή με τον όρο τσου-νομ, και τέλος τη φιλολογική παραγωγή επίσης σε βιετναμέζικη γλώσσα, μεταγραμμένη όμως σε λατινικό αλφάβητο, γνωστή ως κουόκ-νγκου. Το μεγαλύτερο μέρος της βιετναμέζικης λογοτεχνίας που γράφτηκε στα κινεζικά –στην επίσημη δηλαδή γλώσσα της Αυλής και της διοίκησης μέχρι τον 14ο αι.– περιοριζόταν ως πνευματική προσφορά, όπως ήταν φυσικό, μόνο στους γραφειοκράτες και σε μια μικρή τάξη καλλιεργημένων ανθρώπων. Η επίδραση της κινεζικής κουλτούρας, που έδινε πρωταρχική σημασία στην ιστορία, στην πολιτική και στο κράτος, γίνεται εδώ εμφανής από την πληθώρα των ιστορικών κειμένων και των χρονικών. Ονομαστά κείμενα στον τομέα αυτό είναι τα Ντάι Βιέτ σου κι (Ιστορικές αναμνήσεις του Ντάι Βιέτ) που γράφτηκαν το 1272, το έργο Βιέτ σου λουόκ (Σύνθεση της ιστορίας της χώρας των Βιέτ) που ανάγεται στα τέλη του 14ου αι., καθώς και μια πλήρης συλλογή χρονικών του 19ου αι., με χαρακτήρα ανθολογίας, γνωστή ως Κουόνγκ Μουκ. Πολυάριθμα εξάλλου, στα ίχνη της κινεζικής παράδοσης, είναι τα γεωγραφικά έργα καθώς και τα κείμενα που περιέχουν περιγραφές της χώρας, τα ιατρικά κείμενα και οι νομικοί κώδικες. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ένα φιλολογικό είδος, που μπορεί να τοποθετηθεί ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία, μια μορφή ρυθμικής πρόζας με άλλα λόγια, με ύψιστο συγκινησιακό και ηθικό χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα το πατριωτικό προσκλητήριο του Τραν Χουνγκ Ντάο προς τον λαό και τον στρατό να αγωνιστεί μέχρι θανάτου ενάντια στους Μογγόλους επιδρομείς (τέλη του 13ου αι.), καθώς και η προκήρυξη του στρατηγού Νγκουγιέν Τράι προς όλους τους κατοίκους της χώρας, να γιορτάσουν την αποτίναξη του κινεζικού ζυγού στις αρχές του 15ου αι. Τελείως διαφορετική είναι η σινοβιετναμέζικη λογοτεχνία, η τσου-νομ, που αποτελεί μεταγραφή της βιετναμέζικης γλώσσας σε κινεζικούς χαρακτήρες. Ούτε αυτή υπήρξε μια λογοτεχνία κατεξοχήν λαϊκή, μόνο που η μεταγεγραμμένη βιετναμέζικη γλώσσα είναι πιο απλή και πλησιάζει την καθομιλουμένη, τη δημοτική· και αυτό γιατί, για να εκφραστεί κανείς στην τσου-νομ, θα έπρεπε οπωσδήποτε να γνωρίζει την κάθε άλλο παρά απλή κινεζική γραφή. Παρ’ όλα αυτά, πιο κοντά προς τον λαό, τουλάχιστον προφορικά, η ανεπίσημη αυτή γλώσσα είναι εκείνη που χρησιμοποιείται ως εκφραστικό μέσο στις αφηγήσεις, σε κάπως πιο απλά και αυθόρμητα κείμενα καθώς και στα έργα εκείνα που βρίσκουν απήχηση στο αίσθημα και στην προτίμηση του λαού ή αποτελούν ένα είδος αντικομφορμιστικής διαμαρτυρίας. Αξίζει να αναφερθεί εδώ η μεγάλη συλλογή 300 και πλέον ποιημάτων νομ, που δημοσιεύτηκε από την Ακαδημία της Αυλής στα τέλη του 15ου αι., όταν βασίλευε ο Λε Θανχ Τον, στην οποία και καθρεφτίζεται ο λυρικός πλούτος της βιετναμέζικης λαϊκής γλώσσας, μιας γλώσσας γεμάτης ζωντάνια. Αξιόλογη συμβολή στην ποίηση νομ αποτελεί και το έργο του Τρανγκ Τρινχ (16ος αι.), ο οποίος στη συλλογή του Ποιήματα των άσπρων σύννεφων επεξεργάζεται εκ νέου και με ιδιαίτερη ευαισθησία τα θέματα της κινεζικής ποίησης των Σουνγκ. Ειδικά όμως μετά τον 18ο αι., η δημώδης ποιητική φόρμα γίνεται πιο εκλεπτυσμένη, ενώ παράλληλα γίνεται πολύ πιο έντονη σε αίσθημα και εκφραστικό περιεχόμενο, χάρη στο έργο δύο ποιητριών: η πρώτη, η Ντοάν Θι Ντιέμ, ξαναγράφει στη δημοτική ένα μεγάλο ποίημα του συγχρόνου της Ντανγκ Τραν Κον, του οποίου το πρωτότυπο κείμενο ήταν στα κινεζικά· η δεύτερη, η Χο Ξουάν Χουόνγκ, υιοθετεί μια γλώσσα πολύ ρεαλιστική, που θυμίζει τις λαϊκές μπαλάντες. Οπωσδήποτε όμως η πλουσιότερη και πιο σημαντική παραγωγή στον τομέα της λογοτεχνίας νομ, είναι εκείνη που βρίσκει την έκφρασή της στα διάφορα ποιητικά ρομάντζα, τα συνδεδεμένα κατά κάποιον τρόπο με τη λαϊκή παράδοση του κινεζικού ρομάντζου, γεννημένα όμως από μια εντελώς ιδιόρρυθμη και πρωτότυπη φλέβα έμπνευσης με κατεξοχήν βιετναμέζικο χαρακτήρα. Το πιο ξακουστό ανάμεσα σε αυτά, που οι Βιετναμέζοι έχουν σχεδόν αποστηθίσει, είναι το Κιμ Βαν Κιέου, γραμμένο από τον Νγκουγιέν Ντου (1765-1820). Η γαλλική κυριαρχία επέφερε στη βιετναμέζικη φιλολογία ριζικές αλλαγές. Μια πρώτη σημαντική αλλαγή ήταν η καθιέρωση ως μοναδικής επίσημης γλώσσας, από την αρχή του 20ού αι., της λεγόμενης κουόκ-νγκου, που αποτελούσε μεταγραφή της βιετναμέζικης γλώσσας σε λατινικούς χαρακτήρες. Η γλωσσική αυτή μεταρρύθμιση δεν είχε μόνο τεράστια λογοτεχνική και πνευματική σημασία, αλλά και πολιτική. Χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους ως όργανο διάδοσης της γαλλικής επιρροής, με την ελπίδα να ναρκώσει τις εθνικές παραδόσεις και το εθνικό αίσθημα, με την εκούσια ή ακούσια συνεργασία των πνευματικών ανθρώπων της χώρας. Παράλληλα αποθαρρύνονταν οι ντόπιοι να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν κινεζικά, έτσι ώστε να ανακοπεί η μεγάλη κυκλοφορία επαναστατικών κινεζικών εντύπων, που από την Κίνα έφταναν στο Β. Στην πραγματικότητα όμως, καθώς η βασισμένη στο λατινικό αλφάβητο κουόκ-νγκου ήταν πολύ πιο εύκολη από την κινεζική γραφή, διαδραμάτισε τον αντίθετο ακριβώς ρόλο: έγινε γρήγορα το όργανο διάδοσης και εκλαΐκευσης της επαναστατικής προπαγάνδας και μετά το 1945 το κύριο όπλο της μεγάλης και συστηματικής εκστρατείας για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, που θα στήριζε στο Β. την ανανεωτική δραστηριότητα της Λαϊκής Δημοκρατίας. Ανάμεσα στους σπουδαιότερους μυθιστοριογράφους της δεκαετίας 1930-40, πρέπει να αναφερθούν ο Βου Τρονγκ Φουνγκ, ο Νγκο Τατ Το και ο Ναμ Κάο. Μετά το 1945, εξάλλου, παρατηρείται μια εξαιρετική άνθηση της αντιστασιακής λογοτεχνίας, που χρησιμοποιεί ως πολιτικό όπλο κυρίως την ποίηση –εκφραστική μορφή που βρίσκει ευκολότερη διάδοση στις μεγάλες μάζες. Διακεκριμένος εκπρόσωπος της ποίησης αυτής είναι ο Το Χούου καθώς και οι Του Μο (με σατιρική φλέβα) και Τρονγκ Λου, που με νέες φόρμες συνεχίζει την παράδοση του τομέα της αισθηματικής ελεγείας. Τέλος, από τα ονόματα των μυθιστοριογράφων που η προσφορά τους είναι σημαντική μετά το 1945, ξεχωρίζουν αυτά του Νγκουγιέν Ντινχ Θι, του Βο Χούι Ταμ, του Νγκουγιέν Βαν Μπονγκ και του Νγκουγιέν Κάι. Λαϊκή λογοτεχνία. Η λαϊκή φιλολογική κληρονομιά του Β., που επί γενεές μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα και δεν πέρασε στον γραπτό λόγο παρά μόνο ύστερα από μια μακρόχρονη περίοδο εξάπλωσης και εξέλιξης, χωρίς όμως συγκεκριμένες ημερομηνίες και αναφορές, είναι ίσως η πιο στενά συνδεδεμένη λογοτεχνική έκφραση –σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη– με την ντόπια λαϊκή παράδοση. Στο μεγαλύτερο μέρος της, η λαϊκή αυτή λογοτεχνία αποτελείται από μυθικές μπαλάντες γεμάτες περιπέτειες, από ηθικοπλαστικούς μύθους, τραγούδια εμπνευσμένα από τον έρωτα ή, πιο συχνά, αφιερωμένα στους αγρότες, αλλά και στην ατελείωτη διαμαρτυρία του χωρικού, που μοχθεί στο ρυζοχώραφο και στρέφει το παράπονό του ενάντια στον γραφειοκράτη ή τον αφέντη. Ένα άλλο ρεύμα της λαϊκής αυτής παραδοσιακής τέχνης βρίσκει την έκφρασή του σε κοσμογονικούς μύθους και αφηγήσεις γεμάτες μαγεία, που ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου του Β., αλλά σε άλλες μορφές τέχνης δεν φανερώνεται, είτε επειδή ασφυκτιά υπό την κινεζική επίδραση είτε γιατί καταπνίγεται σκόπιμα από την ιθύνουσα κομφουκιανική τάξη, με μια λογοτεχνική επεξεργασία του λαϊκού λόγου, έτσι ώστε να τον απογυμνώνει από το μαγικό του στοιχείο, που έχει απήχηση στις αγροτικές μάζες.Λόγω της παραδοσιακής, και μάλιστα με βαθιές ιστορικές ρίζες στον χρόνο, διαίρεσης του Β. σε ένα τμήμα βόρειο που δέχτηκε τις κινεζικές επιδράσεις και σε ένα τμήμα νότιο που δέχτηκε τις ινδικές, η βιετναμέζικη τέχνη δεν συνθέτει ένα ενιαίο σύνολο. Στον βορρά, οι διάφορες εκφραστικές μορφές της τέχνης έχουν έναν χειροτεχνικό χαρακτήρα πλούσιο σε δυνατότητες, που θυμίζει ωστόσο λιγάκι επαρχιακή κινεζική τέχνη. Στον νότο, αντίθετα, κυριαρχεί η αυλική τέχνη του βασιλείου των Τσαμ, που έχει διαφορετικό κύρος και συμβαδίζει με την κουλτούρα της γειτονικής αυτοκρατορίας Μον-Χμερ της Καμπότζης. Από την προϊστορία έως την τέχνη Ντάι Λα. Όλοι οι πολιτισμοί που άνθησαν στην Ινδοκίνα για πέντε χιλιετίες πριν από τη γέννηση του Χριστού έχουν πάρει την ονομασία τους από το Β. Πράγματι, από το Τονκίν διαδόθηκαν και στην υπόλοιπη χερσόνησο τόσο ο μεσολιθικός πολιτισμός Χόα Μπινχ, που προηγήθηκε όσο και ο πολύ πιο ανεπτυγμένος πολιτισμός Μπακ Σον. Και ακόμα, το βόρειο Β. και πάλι είναι το λίκνο του μεγάλου πολιτισμού του χαλκού, γνωστού ως Ντονγκ Σον, που η αρχή του τοποθετείται περίπου στο 500 π.Χ. και η άνθησή του στη διάρκεια της μυθικής βασιλείας του Βαν Λανγκ και της ιστορικά εξακριβωμένης βασιλείας του Άου Λακ (258-208 π.Χ.). Η ονομασία του τελευταίου αυτού πολιτισμού οφείλεται στο αναμιτικό χωριό Ντονγκ Σον, στα όρια του Τονκίν, 170 χλμ. νότια του Ανόι, όπου οι αρχαιολογικές ανασκαφές, που έγιναν ανάμεσα στο 1924 και στο 1935, έφεραν στο φως πολλά έργα τέχνης. Σπουδαιότερα από αυτά ήταν τα μεγάλα ορειχάλκινα ταμπούρλα με τις δύο λαβές, λεπτότατα σκαλισμένα (όπως αυτά του Μουσείου του Ανόι, που βρέθηκαν στο Νγκοκ Λου και στο Χοάνγκ Χα) με στιλιζαρισμένες φιγούρες ή αφηρημένα σχήματα –σύμβολα της κοινωνίας του Ντονγκ Σον, που όλες οι μεγάλες και σημαντικές στιγμές της (αγροτικές λατρείες, νεκρώσιμες τελετές, λατρείες συνδεδεμένες με τη θάλασσα) ξετυλίγονται υπό τους εξιλαστήριους ήχους τυμπάνων. Με το τέλος του 3ου αι. π.Χ. συμπίπτει η αρχή της κινεζικής κυριαρχίας, που θα κρατήσει πάνω από χίλια χρόνια, μέχρι το 939 μ.Χ. και η οποία θα επηρεάσει βαθιά όλες τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της χώρας, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από δείγματα δευτερευόντων τομέων (είδη κεραμικής, πορσελάνες, υφάσματα). Από τα μνημεία, τα μόνα που απέμειναν είναι οι τάφοι της περιόδου των Χαν (25-220) και σπανιότερα των Τανγκ, που μιμούνται κινεζικά πρότυπα. Μια πιο πρωτότυπη καλλιτεχνική δημιουργία, με σαφώς τοπικό χαρακτήρα, εμφανίζεται ανάμεσα στα τέλη του 8ου και τις αρχές του 11ου αι., όταν η πρωτεύουσα μεταφέρεται στην Ντάι Λα, ακριβώς στην περιοχή που θα χτιστεί αργότερα το Ανόι. Έχουμε εδώ μια αρχιτεκτονική, κυρίως θρησκευτική, δείγματα της οποίας είναι οι στούπα (βουδιστικά μνημεία σε σχήμα ημισφαιρικού τύμβου), που με τους πυργίσκους τους, την έντονα καμπυλωτή στέγη τους και τις ανασηκωμένες γωνίες τους, θυμίζουν παγόδες· από μια τέτοια στούπα-παγόδα (και συγκεκριμένα του Βαν Φουκ, που βρίσκεται στη Φατ Τιτς της περιοχής του Μπακ Νινχ) προέρχονται μερικά κομμάτια διακοσμητικών συνθέσεων, λαξευμένων στην πέτρα ή δουλεμένων πάνω σε ψημένο πηλό, όπου οι επιδράσεις της τέχνης Τανγκ υπερτερούν σε σύγκριση με τα χαρακτηριστικά της τέχνης Τσαμ ή με τις ινδικές επιρροές. Οι δυναστείες Λι, Τραν και Λε. Ανάμεσα στα έτη 1010 και 1225 επικράτησε, όπως είναι γνωστό, η δυναστεία των Λι, η οποία κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα κράτος ανεξάρτητο, με ισχυρή μοναρχική κεντρική εξουσία, όχι όμως και να ενώσει όλη τη χώρα. Οπωσδήποτε, γεγονός παραμένει ότι εκείνη ακριβώς την περίοδο η βιετναμέζικη τέχνη φτάνει στο απόγειό της: στους κήπους της νέας πρωτεύουσας, Θανγκ Λονγκ (που η ονομασία της σημαίνει ιπτάμενος δράκοντας) υψώνονται περίπλοκες στην κατασκευή τους και θαυμαστές παγόδες, που σήμερα δεν υπάρχουν πια, περιγράφονται όμως με κάθε λεπτομέρεια στα αρχαία ντοκουμέντα, όπως π.χ. η στούπα Εύνοια του Ουρανού, με τα δώδεκα πατώματα και τη χάλκινη στέγη, που είχε θεωρηθεί ένα από τα θαύματα του Β. Στο Ανόι, εξάλλου, υπάρχει ακόμα η μικρή και χαριτωμένη παγόδα Τσούα Μοτ Κοτ (που ανατινάχτηκε από τους Γάλλους το 1956, αλλά ανακατασκευάστηκε). Η ονομασία της σημαίνει παγόδα της μοναδικής κολόνας, χτίστηκε το 1049 και υψώνεται πράγματι στην κορυφή ενός πέτρινου κίονα, ο οποίος ξεπροβάλλει γραφικότατα μέσα από τα ακίνητα νερά ενός έλους. Ένα άλλο μνημείο της περιόδου αυτής στο Ανόι, που έχει τη σφραγίδα της κομφουκιανής αρχιτεκτονικής, είναι το Βαν Μιέου (Ναός της Λογοτεχνίας, 1070): αποτελείται από έναν τεράστιο περίβολο με πολλές πύλες, που περικλείει πλήθος καταπράσινων αυλών και δρόμων, στο κέντρο των οποίων υψώνεται ο ναός-θυσιαστήριο, με τη μεγάλη στέγη του, ανασηκωμένη στις γωνίες, που στηρίζεται πάνω σε ξύλινες κολόνες βαμμένες με κατακόκκινη λάκα. Οι μογγολικές επιδρομές και οι εσωτερικές έριδες μειώνουν σε καλλιτεχνική σημασία τα δείγματα τέχνης που έχουμε μετά το 1220, τα οποία άλλωστε εμφανίζονται πια κάπως αραιότερα, σε άτακτα διαστήματα. Την εποχή της δυναστείας των Τραν (1225-1400) και των Λε (1428-1788), ενώ το Β. αφανίζει το βασίλειο των Τσάμπα δίχως να αφομοιώσει τουλάχιστον τον μεγάλο πολιτισμό τους, παρατηρούμε ότι και αυτή ακόμα η σχετική πρωτοτυπία της τέχνης Ντάι Λα (που είχε επιβιώσει υπό τους Λι, βρίσκοντας την αισθητική της δικαίωση σε έναν μετριασμό των κινεζικών και ινδικών πολιτιστικών επιδράσεων) υποχωρεί σιγά-σιγά για να παραχωρήσει τη θέση της σε μια δουλική μίμηση της τεχνοτροπίας Γιουάν και Μινγκ. Η διακόσμηση Ντάι Λα γίνεται βαρύτερη στα οικοδομήματα της δυναστείας των Τραν, που οι αρχιτέκτονές της είναι ωστόσο άφθαστοι στην οχυρωματική τέχνη, όπως μαρτυρούν οι τέσσερις κολοσσιαίες πύλες του φρουρίου των Χο στην Τάι Ντο (περιοχή Θανχ Χόα στο βόρειο Ανάμ). Η τέχνη της εποχής των Λε στις πόλεις που χρησίμευσαν διαδοχικά ως πρωτεύουσες –δηλαδή στο Ανόι (που τότε ονομαζόταν Ντονγκ Κινχ), στη Λαμ Σον (Θανχ Χόα) και στη Χόα Λου (Νινχ Μπινχ)– αντικατοπτρίζεται στα λείψανα του ανακτόρου του Ανόι, του οποίου σώζεται η πέτρινη σκάλα με τα τρία κεφαλόσκαλα καθώς και τα σκαλισμένα με δράκοντες παραπετάσματα (1428-33)· καθρεφτίζεται ακόμα στους βασιλικούς τάφους της Λαμ Σον, όπου διατηρούνται οι αναπαραστάσεις των ανθρώπων και των ζώων, οι φιλοτεχνημένες κατά μήκος του λεγόμενου μονοπατιού του πνεύματος –κατ’ απομίμηση της τεχνοτροπίας Μινγκ–, καθώς και οι βαριές στήλες με τα επιτύμβια επιγράμματα· καθρεφτίζεται, τέλος, στη βαριά διακόσμηση των λίθινων ναών της Χόα Λου, αλλά και στις ωραίες παγόδες του Τονκίν. Από τις παγόδες αυτές, που τις χαρακτηρίζει ένα ιερό (τσούα) με καμπυλωτή στέγη, η οποία κατεβαίνει σχεδόν μέχρι το έδαφος, η πιο ξακουστή είναι η παγόδα του Νινχ Φουκ στο Μπουτ Θαπ (που ανοικοδομήθηκε πάνω σε ένα αρχαίο ιερό το 1646-47). Μέσα σε όλο αυτό το έντονα επηρεασμένο από την κινεζική νοοτροπία αρχιτεκτονικό πλαίσιο, η μόνη πραγματικά αυθεντική βιετναμέζικη αρχιτεκτονική έκφραση είναι το ντινχ –το οικοδόμημα δηλαδή της κοινότητας του χωριού, ένας χώρος προορισμένος για συναθροίσεις και για θυσίες στο πνεύμα που προστατεύει το χωριό· το ντινχ ακολουθεί τον τύπο του οικοδομήματος της εποχής Ντονγκ Σον που στηρίζεται σε πασσάλους και κοσμείται από επιστύλια πλούσια σκαλισμένα, όπως στις παγόδες. Η σινοποίηση του Β. εντείνεται ακόμα περισσότερο μετά το 1600, ιδιαίτερα όταν η δυναστεία των Νγκουγιέν της Χουέ, στο Ανάμ, κυρίαρχη στον νότο και με αυτοκρατορικούς τίτλους από το 1533, κατορθώνει με τη γαλλική βοήθεια να ενώσει όλη τη χώρα υπό το σκήπτρο του Γκια Λονγκ (1802-20). Οι Νγκουγιέν εγκαθιστούν οριστικά την πρωτεύουσα στη Χουέ, όπου αναπτύσσεται μια τέχνη φορμαρισμένη εντελώς –για λόγους πολιτικού γοήτρου– στα κινεζικά καλούπια, μίμηση πιστή της σινικής αυτοκρατορικής τέχνης, όπως άλλωστε μαρτυρούν τα αυτοκρατορικά κτίσματα της Χουέ και της γειτονικής της Μπάο Κουόκ: παγόδες, τάφοι, ανάκτορα κ.ά. Οι τάφοι αποτελούνται από μια είσοδο που και στις δύο πλευρές της έχει αγάλματα, από ένα ιερό καθώς και από τον χώρο της ταφής, όλα αυτά κάτω από ένα γήλοφο τριγυρισμένο από ένα υδάτινο δαχτυλίδι. Το ανάκτορο της Χουέ αποτελείται από διαδοχικούς περιβόλους, μέχρι τον εσώτατο πυρήνα του, όπου και βρίσκεται η αίθουσα του θρόνου, ενώ η τεράστια πύλη του, η Νγκο Μον, με το Μπελβεντέρε των Πέντε Φοινίκων (1833) –που η βάση της είναι κατασκευασμένη από βιολετιά πέτρα και το στέγαστρο από χρυσωμένο ξύλο και βερνικωμένα κεραμίδια– αποτελεί μία από τις μεγαλοπρεπέστερες δημιουργίες της περιόδου αυτής, είναι όμως καθαρά κινεζικής νοοτροπίας. Ο ινδοπρεπής πολιτισμός του νότου. Τον ίδιο καιρό που το βόρειο τμήμα του Β., ακολουθώντας τα δικά του πεπρωμένα, δεχόταν τις επιρροές της Κίνας, στον νότο, η πρώτη ιστορικά εξακριβωμένη δυναστεία, αυτή των Φου-Ναν (2ος ή 3ος αι. έως τα μέσα του 6ου αι.), με επίκεντρο την Κοχινκίνα –ανάμεσα στο Μπασάκ και στον κόλπο του Σιάμ– ανέπτυσσε μια δική της τέχνη, που μαρτυρούσε πως είχε κιόλας γονιμοποιηθεί από την ινδική κουλτούρα. Δυστυχώς, τα λιγοστά αρχαιολογικά ευρήματα που διαθέτουμε δεν μπορούν να δώσουν σε όλο το εύρος της την εικόνα του μυθικού πλούτου των Φου-Ναν, που έστελναν κομψοτεχνήματα από κοράλλι και ελεφαντόδοντο μέχρι την Κίνα, έφερναν από τις Ινδίες κοσμήματα, μενταγιόν και σκαλιστές πέτρες, ενώ παράλληλα είχαν καταφέρει να αξιοποιήσουν περίφημα την ενδοχώρα τους, αποδίδοντας τα ελώδη εδάφη της στην καλλιέργεια ή στην εμπορική ναυσιπλοΐα, χάρη σε ένα σοφά ανεπτυγμένο δίκτυο καναλιών, που τους κόμβους στο πυκνό πλέγμα του αποτελούσαν μεγάλες πολιτείες, οι οποίες ξεπρόβαλλαν μέσα από τις λιμνοθάλασσες που στηρίζονταν πάνω σε πασσάλους. Τα αρχαία κείμενα μιλούν για παλάτια φτιαγμένα από πολύτιμα ξύλα και στολισμένα με υπέροχα έπιπλα και σκεύη, μιλούν για χάλκινα αγάλματα επιχρυσωμένα και για κοσμήματα. Αυτή την ομορφιά μπορεί να την εντοπίσει κανείς στα όμορφα αντίγραφα ινδικών κοσμημάτων (χρυσά σκουλαρίκια, φιλιγκράν), που βρέθηκαν στο Οκ-έο κοντά σε αυθεντικά ινδικά κοσμήματα. Και ακόμα μια αντανάκλαση εκείνης της ομορφιάς υπάρχει στα αγάλματα ή στα κομμάτια αγαλμάτων, που παριστάνουν όρθιους ορειχάλκινους Βούδες, τεχνοτροπίας γκούπτα, οι οποίοι βρέθηκαν στην Πεδιάδα των Βούρλων και στο Οκ-έο. Τέλος, η ίδια τέχνη αντικατοπτρίζεται και στα νομίσματα από κασσίτερο με τις ανάγλυφες παραστάσεις, που άλλα δείχνουν τον βασιλιά του βουνού καθισμένο στον θρόνο του, άλλα λατρευτικές σκηνές ή σύμβολα των θεών Σίβα και Βισνού, από τα οποία φαίνεται καθαρά πόσο είχαν διαδοθεί στη χώρα ο ινδουισμός και ο βουδισμός. Αργότερα, την εποχή που στον νότο το βασίλειο των Φου-Ναν αρχίζει να παρακμάζει (5ος αι.), εξαιτίας της μεταφοράς της πρωτεύουσας στη νότια Καμπότζη (Πνομ Ντα), ένα άλλο βασίλειο –που ήδη είχε δημιουργηθεί στο Ανάμ από τον 2ο αι.– το βασίλειο των Τσάμπα, θα ξεχυθεί προς τον νότο, στα παλιά εδάφη των Φου-Ναν. Το βασίλειο αυτό, που ο πολιτισμός του είναι διαποτισμένος από την κουλτούρα Ντονγκ Σον, αλλά και από νεότερες ινδικές επιρροές, θα διαρκέσει για πολλά χρόνια, παρά τους λυσσώδεις πολέμους του εναντίον της Ιάβας και των Χμερ της Καμπότζης, που το φθείρουν συνεχώς. Τέλος, το 1470, θα κατακτηθεί οριστικά από τους Βιετναμέζους, οι οποίοι ήδη από το 1225 έχουν αρχίσει την περίφημη πορεία τους προς τον νότο, αφανίζοντας τη χώρα των Τσαμ. Το 1600 θα ολοκληρώσουν το έργο αυτό, σβήνοντας τον παλιό αυτό λαό και εποικίζοντας οι ίδιοι την Κοχινκίνα. Η τέχνη των Τσαμ, αν και χαρακτηρίζεται από μια συγχώνευση των τοπικών στοιχείων κουλτούρας, με στοιχεία κινεζικά και ινδικά (τα τελευταία κυριαρχούν), έχει ωστόσο μια έντονη πρωτοτυπία. Τα πρώτα της δείγματα ανάγονται στον 7ο με 8ο αι. και τα βρίσκουμε κυρίως στη διακοσμητική γλυπτική –ινδικής τεχνοτροπίας γκούπτα– που κοσμεί το αέτωμα και το υπόβαθρο ενός από τους πύργους του Μι Σον. Κατά τα μέσα του 8ου αι., εξάλλου, στο ιερό του Χόα Λάι και στο μικρότερο κάπως ιερό του Πο Νταμ καθώς και σε πύργους της ίδιας περιοχής, η αρχιτεκτονική Τσαμ μας δίνει παραδείγματα ιερών που χτίζονται ως μεμονωμένοι πύργοι, με τετράγωνη βάση, στεφανωμένοι από πυραμιδοειδείς σκεπές σε πολλά επίπεδα· κοσμούνται από προσόψεις πλούσια σκαλισμένες με μοτίβα λουλουδιών, από πόρτες και παράθυρα είτε αληθινά είτε ψεύτικα, πάνω από τα οποία υψώνονται διακοσμητικά τόξα. Στο τελευταίο τέταρτο του 9ου αι., με τη νέα δυναστεία που ιδρύεται από τον ένθερμο βουδιστή Ιντραβαρμάν Β’ στην Ιντραπούρα, κοντά στην Κουάνγκ Ναμ, αναφαίνεται και γίνεται αντιμέτωπο του παλιού ινδουιστικού κέντρου του Μι Σον το νέο βουδιστικό κέντρο του Ντονγκ Ντουόνγκ. Το ιερό του, αν και διατηρεί τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά του Χο Λάι, προδίδει ωστόσο μια υποχώρηση της ινδικής επιρροής, με παράλληλη υπογραμμισμένη προβολή αυτόχθονων διακοσμητικών στοιχείων, όπου κυριαρχούν τα φυτικά μοτίβα. Το Ντονγκ Ντουόνγκ, με τα αγάλματα και τα ανάγλυφά του (ιδίως σκωληκοειδείς έλικες), σημαδεύει μια καινούργια εποχή για τη γλυπτική, που έχει φανερά τη σφραγίδα της τέχνης Τσαμ, παρά τις κάποιες επιδράσεις της Ιάβας. Οι παραστάτες στις πόρτες, τα αγάλματα των θεών, που κυκλώνονται από ιερείς-ακολούθους και από φανταστικά ζώα, βρίσκονται τώρα στα μουσεία· ανάμεσά τους, μια βουδιστική θεότητα με ψηλή κωνική κόμμωση, φασκιωμένη μέσα στο στενό της ρούχο, που βρίσκεται στο Μουσείο Γκιμέ στο Παρίσι· επίσης, μια καθιστική φιγούρα του Σίβα με βαρύ καταστόλιστο κάλυμμα κεφαλής, που φυλάσσεται στο μουσείο της Ντα Νανγκ· μια άλλη θεότητα, τοποθετημένη πάνω σε ψηλό βάθρο, στο μουσείο Ρίτμπεργκ της Ζυρίχης· ένας όρθιος Σίβα, στο μουσείο της Ντα Νανγκ κι αυτός. Όλα αυτά τα αγάλματα έχουν κοινά τα έντονα χαρακτηριστικά της εγχώριας γλυπτικής Τσαμ: βαρύ και αυστηρό στιλιζαρισμένο πρόσωπο, έντονα υψωμένο τόξο φρυδιών, μάτια με τεράστιους στρογγυλούς βολβούς που προεξέχουν, μύτη πλακουτσωτή, παράξενα αφτιά (τύπου Χμερ) και σαρκώδη χείλη. Και ωστόσο, παρά τα βαριά τους χαρακτηριστικά, τα αγάλματα αυτά δεν έχουν στατική αυστηρότητα, ούτε αντικρίζουν πάντα κατά μέτωπο τον θεατή με ακαμψία, αλλά έχουν μια νέα ευκινησία και έναν διαρκώς ανανεούμενο δυναμισμό στις φόρμες τους, στοιχεία ακριβώς που συνιστούν και την ιδιαίτερη γοητεία του γλυπτικού τους ύφους. Η τέχνη τσαμ φτάνει στο ύψιστο σημείο της καλλιτεχνικής της εκλέπτυνσης τον 10ο αι. στους ναούς-ιερά του Μι Σον. Παρότι η τάση της διακοσμητικής υπερβολής εξακολουθεί να υπάρχει, χαρακτηρίζεται τώρα από κάποιο μέτρο και από μεγαλύτερη αρμονία· στους πύργους, οι κίονες διπλασιάζονται και το αρχιτεκτονικό σύνολο, με τη σωστή αναπροσαρμογή των διαστάσεων, βρίσκει μια νέα, πιο σωστή ισορροπία. Η γλυπτική χρησιμοποιεί και εκείνη πιο απαλές φόρμες, προσχωρώντας σε ένα πιο ραφιναρισμένο στιλιζάρισμα διαφόρων ρεαλιστικών στοιχείων. Από την παρακμή έως τις μέρες μας. Η περίοδος αυτή της εκλέπτυνσης, που έχει μια απόκλιση προς τον κλασικισμό, δυστυχώς είναι μοιραίο να εκφυλιστεί σιγά-σιγά οδηγώντας προς την καλλιτεχνική παρακμή, που οπωσδήποτε οφείλεται και στις πολιτικές εξελίξεις. Παρατηρούμε ότι τα ιερά του Πο Νάγκαρ και του Να Τρανγκ δεν έχουν πια την παλιά αρμονία στις αναλογίες τους. Η μεταφορά της αυλής των Τσαμ στη Βιτζάγια (Μπινχ Ντινχ), που γίνεται το έτος 1000, επιταχύνει τη διαδικασία αυτής της παρακμής. Τα αρχιτεκτονήματα αποκτούν μια δομή βαρύτερη (ιδίως οι στέγες), τα διακοσμητικά τόξα γίνονται πιο αιχμηρά –αποκτώντας ένα σχήμα που θυμίζει την αιχμή ακοντίου– οι αρμοί των κτισμάτων χάνουν την αναλογική αρμονία τους, οι γλυπτές φιγούρες περνούν σε μια ακαμψία που τους αφαιρεί πολλή από τη χάρη τους. Τα αρνητικά αυτά στοιχεία χαρακτηρίζουν, από τον 11ο έως τον 13ο αι., τα μνημεία της νέας πρωτεύουσας, της Μπινχ Ντινχ, καθώς και όλης της γύρω περιοχής της, ενώ ξεπροβάλλουν όλο και εντονότερα οι καμποτζιανές επιρροές, συνέπεια μαζί της κυριαρχίας των Χμερ (12ος αι.). Παραδείγματα αποτελούν το Μπιν Λαμ, η Θου Θιεν και οι χρυσοί, οι αργυροί και ορειχάλκινοι πύργοι. Σε ένα ακόμα πιο προχωρημένο στάδιο παρακμής φτάνουμε τέλος, τον 14ο αι., με τον ναό του Πο Κλαούνγκ Γκαράι και αργότερα, στη βιετναμέζικη πλέον περίοδο, με τον ναό Πο Ρόμε (17ος αι.). Στις δεκαετίες της αποικιοκρατίας, η γαλλική εγκατάσταση στο Β. είχε τεράστιο αντίκτυπο στην τέχνη της χώρας, η οποία επηρεάστηκε ουσιαστικά από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Γαλλίας. Αν και πολλές από τις επιδράσεις αυτές περιορίστηκαν σε ένα επίπεδο κυρίως ακαδημαϊκό, απολήγοντας στην πράξη μάλλον σε μιμήσεις χωρίς σπουδαία εκφραστική αξία, έγιναν ωστόσο και πάρα πολλές προσπάθειες εκλεκτικού συνδυασμού των νέων τάσεων με παραδοσιακές φόρμες και μορφές τεχνικής (όπως η λάκα, η ακουαρέλα και το μελάνι), που συζεύχθηκαν έτσι με τα στοιχεία τα οποία χαρακτήριζαν την τότε μοντέρνα γαλλική ζωγραφική. Μεταγενέστερες μαρτυρίες του κλίματος αυτού έδωσε η εφήμερη καλλιτεχνική παρουσία του Β. σε δύο από τις Μπιενάλε της Βενετίας (1954 και 1956), όπου δύο ζωγράφοι της Σαϊγκόν παρουσίασαν έργα σε μετάξι και λάκα, προσπαθώντας να δώσουν μια σύγχρονη παραλλαγή της πατροπαράδοτης τέχνης, που καλλιεργούσαν άλλοτε οι γραφίστες της πατρίδας τους. Τέλος, στην πιο πρόσφατη εποχή, ουσιαστικά η τέχνη στρατεύεται: στη διάρκεια του αγώνα εναντίον των Γάλλων πρώτα, και εναντίον των Αμερικανών έπειτα, η τέχνη προσδένεται άμεσα στο άρμα της πολιτικής σκοπιμότητας, αντλώντας την εκφραστική της έμπνευση είτε από τη γερμανική εξπρεσιονιστική χαρακτική είτε από τον κινεζικό σοσιαλιστικό ρεαλισμό, του οποίου συνήθως υιοθετεί και την τεχνική.Όπως και το κινεζικό θέατρο, με το οποίο συνδέεται άμεσα, έτσι και το παραδοσιακό βιετναμέζικο θέατρο, σχεδόν σε όλες τις μορφές του, δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη μουσική και χορευτική (με ακροβατικά στοιχεία) παράδοση του τόπου. Το κλασικό θέατρο (γνωστό ως Χατ Τουόνγκ) ακολουθεί τα κινεζικά πρότυπα· ο μοναδικός χώρος στον οποίο βρίσκει την έκφρασή της εδώ η ιδιόρρυθμη βιετναμέζικη έμπνευση είναι το θεματικό περιεχόμενο των έργων, που κατά παράδοση διαφέρει από το αντίστοιχο της Κίνας. Πολύ μεγαλύτερη πρωτοτυπία, αλλά και δημοτικότητα, έχει ως θεατρικό είδος το σατιρικό θέατρο, που ονομάζεται Χατ Τσέο: την παράσταση και σε αυτό συνθέτουν διάφορα αποσπάσματα που αποδίδονται με τραγούδι, παντομίμα, απαγγελία ή μόνο με μουσική. Το περιεχόμενο, εμπνευσμένο από την καθημερινή ζωή ή μεστό σε κοινωνική σάτιρα, αποτελεί ορισμένες φορές μια ολοζώντανη λαϊκή θεατρική μεταγραφή ηρωικών γεγονότων ή ιστορικών επεισοδίων, που το διαφοροποιεί ξεκάθαρα από τις κλασικές φόρμες του κινεζικού θεάτρου και μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι το Χατ Τσέο έχει τις ρίζες του στις λαϊκές παραδόσεις του βιετναμέζικου χωριού. Οι παραδόσεις αυτές υπήρχαν πριν από την κινεζική κυριαρχία και διατηρήθηκαν ζωντανές σε όλο το μακραίωνο διάστημα, κατά το οποίο οι ανώτερες τάξεις, σε αντίθεση με τον λαό, διαβρώθηκαν ολότελα από τις κινεζικές επιδράσεις. Κοντά σε αυτά τα δύο παραδοσιακά είδη θεάτρου, τον περασμένο αιώνα εμφανίζονται και άλλες θεατρικές φόρμες υπό την επιρροή των μεταβολών που παρατηρούνται την ίδια εποχή και στο θέατρο της Κίνας. Το σπουδαιότερο νέο θεατρικό είδος είναι το λεγόμενο Ανανεωμένο Θέατρο (Χατ Κάι Λουόνγκ), που γεννήθηκε γύρω στο 1916. Χαρακτηρίζεται από συνοδεία μουσικής και από τη διαίρεσή του σε πράξεις και σκηνές, πάνω στα πρότυπα του δυτικού θεάτρου, η επίδραση του οποίου είναι άλλωστε εμφανής και στον τρόπο της θεατρικής απαγγελίας, των σκηνικών και της χορογραφίας. Το Ανανεωμένο Θέατρο, απελευθερωμένο από τα παραδοσιακά θεατρικά σχήματα, εισάγει νέα θεατρικά θέματα, σύμφωνα συνήθως με τις απαιτήσεις της πολιτικής, του κοινού ή των συγγραφέων. Τέλος, από το 1920 και μετά, εμφανίζεται και στο Β. το θέατρο πρόζας, δυτικού τύπου, που ανεβάζει κλασικά ή μοντέρνα γαλλικά έργα –ιδίως πριν από το 1945– αλλά και έργα ενός νέου βιετναμέζικου ρεπερτορίου, εμπνευσμένα ή βαθιά επηρεασμένα από τον αγώνα κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας και από το σύγχρονο πολιτικό κινεζικό θέατρο. Τα τελευταία χρόνια, οι κομουνιστές του Β. είδαν στο θέατρο ένα εξαίρετο πολιτικό και προπαγανδιστικό όργανο. Γνωρίζοντας πόσο βαθιά τα σκηνικά μηνύματα διαπερνούν τις ασιατικές μάζες, δημιούργησαν νέες μορφές πολιτικού θεάτρου, που αναπαριστούν σκηνές άμεσης επικαιρότητας, χρησιμεύοντας ως πλαίσιο πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής συνθηματολογίας.Στην πρώην γαλλική Ινδοκίνα οι πρώτες κινηματογραφικές αίθουσες ιδρύθηκαν το 1910. Η πρώτη ταινία γυρίστηκε στο Ανόι το 1923 από έναν Γάλλο, τον Ε.Α. Φαμεσόν, με τίτλο Κιμ Βαν Κιου, με θέμα έναν τοπικό θρύλο. Στα επόμενα χρόνια, η παραγωγή ήταν σποραδική με ξένους, κυρίως Κινέζους, κινηματογραφιστές. Οι πρώτες αμιγώς βιετναμέζικες παραγωγές είχαν θέμα τους πολιτικά επίκαιρα και ρεπορτάζ γύρω από διάφορες μάχες, που γυρίζονται το 1946 από τους Βιέτ-Μινχ, όταν αρχίζει ο πόλεμος κατά των Γάλλων. Μετά τη δημιουργία μιας εθνικής κινηματογραφίας, που υπογράφει το 1953 ο Χο Τσι Μινχ, αρχίζει μια παραγωγή ταινιών-ντοκιμαντέρ, που η προβολή τους γίνεται σε ανοιχτούς χώρους ή σε υπόγεια καταφύγια. Η πρώτη ταινία μυθοπλασίας γυρίζεται το 1959 (Ζούμε στις όχθες του ίδιου ποταμού) και αναφέρεται στη διαίρεση της χώρας στον 17ο παράλληλο. Ενώ στον νότο τα φιλοαμερικανικά καθεστώτα γυρίζουν ταινίες αντικομουνιστικής προπαγάνδας, στον βορρά η ετήσια παραγωγή φτάνει τις πέντε με έξι ταινίες μεγάλου μήκους. Μετά την ανεξαρτησία και την επανένωση της χώρας το 1975, η παραγωγή (βασικά στα στούντιο του Ανόι και της Πόλης του Χο Τσι Μινχ, πρώην Σαϊγκόν) τόσο σε ταινίες μυθοπλασίας όσο και σε ντοκιμαντέρ και κινούμενα σχέδια αυξάνεται σημαντικά. Από τις πιο σημαντικές ταινίες των μεταπολεμικών χρόνων αναφέρουμε τις εξής: Το κορίτσι του Μπάι Σάο (1962) του Φαμ Κι Ναμ, Ο βασιλίσκος (1962) των Νγκουγιέν Βαν Θονγκ και Τραν Βου, Το κορίτσι του Ανόι (1974), και ιδιαίτερα τις ταινίες Ρημαγμένη γη (1979) του Χονγκ Σεν, λυρική ταινία γύρω από τον πόλεμο και την καταστροφή, και Η περιοχή των κυκλώνων (1980) του Χονγκ Σεν, κριτική πάνω στα προβλήματα της κολεκτιβοποίησης. Αναφέρουμε ακόμη τη γαλλικής παραγωγής ταινία Η μυρωδιά της πράσινης παπάγιας, του Βιετναμέζου Τραν Αν Χουνγκ, που δίνει μια άλλη εικόνα της καθημερινής ζωής, με τις διάφορες κοινωνικές αδικίες της, στη Σαϊγκόν της δεκαετίας του 1950.Παρά το γεγονός ότι μορφολογικά ανήκει σε ένα είδος μουσικής χαρακτηριστικό ολόκληρης της περιοχής της Ινδοκίνας, η μουσική του Β. προσφέρει πάντως τις πιο εύγλωττες μαρτυρίες στενής συγγένειας με την παραδοσιακή μουσική της Κίνας. Τα βόρεια διαμερίσματα του Β. χρησιμοποιούν τους μουσικούς εκφραστικούς τρόπους των νοτίων περιφερειών της Κίνας, ενώ ακόμα και οι παραλιακές πόλεις –σε μικρότερο βαθμό– προδίδουν μια σινική μελωδική επίδραση. Τα μουσικά όργανα που κυριαρχούν στον βορρά και κατά μήκος των ακτών έλκουν την καταγωγή τους από την Κίνα, ενώ η μουσική κλίμακα που χρησιμοποιείται είναι το πεντάφθογγο σινικό σύστημα. Οι μελωδίες είναι κι αυτές, κατά το μεγαλύτερο μέρος, άμεσα ή έμμεσα επηρεασμένες από τις κινεζικές. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί κανείς να πει ότι έχει εξαλειφθεί εντελώς κάθε ίχνος μιας αρχαιότερης ινδικής παρουσίας: έτσι, αν η λεγόμενη κλίμακα Μπακ είναι αναμφισβήτητα σινική, η κλίμακα Ναμ έχει πολλά ινδικά μουσικά χαρακτηριστικά. Κάνοντας μια σύγκριση γεωγραφική, μπορούμε να πούμε ότι η κλίμακα Μπακ κυριαρχεί στις βόρειες περιοχές του Β., δεν είναι όμως άγνωστη και στον νότο· αντίθετα, η κλίμακα Ναμ είναι διαδεδομένη αποκλειστικά στις νότιες περιφέρειες. Σε ορισμένες τελετουργικές εκδηλώσεις, ο ιθαγενής αρχαϊκός μουσικός χαρακτήρας είναι πιο εμφανής· έτσι, για παράδειγμα, ελάχιστα έχει δεχτεί τη σινική επίδραση η μουσική που συνοδεύει τις νεκρώσιμες τελετές. Μερικά από τα τελετουργικά μουσικά ντοκουμέντα αυτού του είδους, μάλιστα, συγγενεύουν με το στιλ της μουσικής των πρωτόγονων φυλετικών ομάδων, οι οποίες κατοικούν στη βιετναμέζικη ενδοχώρα, κατά μήκος της οροσειράς που χωρίζει το Β. από το Λάος. Οι πρωτο-ινδοκινεζικές αυτές κοινότητες, όπως ακριβώς και οι αντίστοιχες της Ταϊλάνδης, έχουν να επιδείξουν –ιδίως στις πιο απομονωμένες περιοχές– μελωδικά εκφραστικά χαρακτηριστικά που, κατά κάποιον τρόπο, υποδηλώνουν μελανησιακές καταβολές: η συλλογή μουσικών δειγμάτων από τους πρωτο-Ινδοκινέζους του Β. και του Λάος (που όλοι τους, όπως και οι ιθαγενείς της Ταϊλάνδης, ανήκουν στην οικογένεια των Χμερ), απέδειξε ότι η μουσική τους συγγενεύει όχι μόνο με τη μουσική της Μελανησίας και της Ωκεανίας, αλλά ακόμα και με τη μουσική ορισμένων αρχαϊκών ανθρώπινων ομάδων, νεγροειδούς τύπου, της αφρικανικής ηπείρου. Σε αυτό το αρχαϊκό μουσικό φόντο μελανησιακού χαρακτήρα έβαλε πρώτα τη σφραγίδα της η ινδική επιρροή –αισθητή σήμερα κυρίως στον νότο– και αργότερα, πολύ πιο έντονα και καθοριστικά, η κινεζική επιρροή, που κυριαρχεί σχεδόν απόλυτα στον βορρά. Οι τρεις αυτές διαφορετικές μουσικές (μελανησιακή, ινδική, σινική), παρά τις ιδιομορφίες τους, σμίγοντας στο πέρασμα των αιώνων μέσα στο ίδιο μελωδικό χωνευτήρι, έδωσαν μια σειρά από νέα, ζωντανά μουσικά προϊόντα, που αποτελούν σήμερα τη μουσική κληρονομιά του Β.Ο χαρακτήρας και η θρησκευτικότητα του βιετναμέζικου λαού. Βασικό ρόλο στην ανάπτυξη του βιετναμέζικου πολιτισμού –όσο και αν αυτός επηρεάστηκε από τους κοινωνικούς θεσμούς της Κίνας– διαδραμάτισαν οι διάφορες μορφές θρησκευτικής λατρείας του τόπου, που θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε ψυχοκρατικές και οι οποίες βασίζονται σε μια πανάρχαια προφορική παράδοση. Η θρησκευτική συμπεριφορά του Βιετναμέζου εμπνέεται και κυριαρχείται από ένα αίσθημα δέους απέναντι στις φυσικές δυνάμεις, τις οποίες αντιμετωπίζει και εξευμενίζει με ξόρκια, προσφορές και μαγικές τελετές. Οι διάφορες λατρείες έχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους, γιατί αφορούν αυστηρά τοπικές θεότητες, με αποτέλεσμα η βιετναμέζικη θρησκεία να είναι στο σύνολό της ένα γεωγραφικό μωσαϊκό. Κάθε περιοχή, πράγματι, έχει το δικό της ξεχωριστό λατρευτικό τυπικό· υπάρχουν λατρείες συνδεδεμένες με ορισμένα παράξενα μέρη ή πράγματα (βράχους με ιδιόμορφα σχήματα ή πανάρχαια δέντρα), λατρείες αφιερωμένες στην τίγρη ή σε άλλα ζώα (αν το χωριό βρίσκεται κοντά στο δάσος), λατρείες συνδεδεμένες με τη θάλασσα (στα ψαροχώρια), με τοπικούς ήρωες ή λαϊκούς προστάτες, λατρευτικές τελετές για τις ψυχές εκείνων που πέθαναν και περιπλανώνται στη Γη... Από την παραδοσιακή αυτή θρησκευτική ζωή δεν λείπει ολότελα και κάποια ανώτερη πνευματικότητα, η οποία εκφράζεται στη λατρεία του Ουρανού, αν και η μορφή αυτή ανώτερης θρησκευτικής αντίληψης στο πέρασμα του χρόνου αλλοιώνεται από τις διάφορες ξενόφερτες επιδράσεις και, κυρίως, από την κινεζική επίδραση. Η φιλοσοφία και η ηθική του κομφουκιανισμού, όπως και του ταοϊσμού, αφήνουν έντονα ίχνη. Ίσως όμως τον σημαντικότερο ρόλο εδώ να είχε ο βουδισμός, που η διείσδυσή του στάθηκε πολύ βαθιά. Το ντινχ και η κοινωνική ζωή. Οι οικογένειες των Βιετναμέζων συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς εδαφικούς, διοικητικούς και οικονομικούς, που βρίσκουν την παραδοσιακή έκφρασή τους στο ντινχ (ένα κοινό σπίτι), το οποίο συχνά έχει έναν ρόλο ανάλογο με εκείνον που έχει σε μας η πλατεία του χωριού, αν και κατέχει πολύ πιο σημαντική θέση στη ζωή του βιετναμέζικου λαού, ακόμα και σήμερα. Η ροπή των Βιετναμέζων προς τις διάφορες μορφές συνεταιρισμού ή κολεκτιβισμού οδήγησε, εδώ και πολλούς αιώνες ήδη, στον σχηματισμό των λανγκ, εδαφικών εκτάσεων βασισμένων στον θεσμό της κοινοκτημοσύνης. Τα λανγκ ήταν τεράστια δημόσια κτήματα, ιδιοκτησία της κοινότητας, που ενοικιάζονταν και τα εισοδήματά τους χρησίμευαν για την εκτέλεση δημόσιων και κοινωφελών έργων. Η μεταβίβαση των γαιών αυτών απαγορευόταν. Περιλάμβαναν επίσης ορυζώνες και στεγνά χωράφια, κατάλληλα για άλλες καλλιέργειες. Έδρα για οποιαδήποτε συζήτηση που αφορούσε τη διαχείριση των λανγκ ή τον τρόπο διάθεσής του κοινωνικού εισοδήματος που προερχόταν από αυτά, ήταν το κοινό σπίτι, το ντινχ. Το σύστημα των λανγκ και των ντινχ αποτέλεσε στις μέρες μας τη βάση για τη σοσιαλιστική οργάνωση της γεωργίας· ειδικά το ντινχ έχει πάρει μεγαλύτερη σημασία σε ό,τι αφορά την τοπική πολιτική και τις κοινωνικές δομές. Η κλίση των Βιετναμέζων προς τον σχηματισμό διαφόρων ενώσεων αγκαλιάζει και πολλές άλλες κοινωνικές δραστηριότητες. Τελευταία, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και οι διάφορες φεμινιστικές ενώσεις ή γυναικείες οργανώσεις, καθώς η γυναίκα του Β. άρχισε να αποκτά μια φυσιογνωμία πιο αυτόνομη και ανεξάρτητη στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής. Τα έθιμα του γάμου. Κάποια εποχή, τα ζευγάρια στο Β. παντρεύονταν σε πάρα πολύ νεαρή ηλικία, συχνά μάλιστα συνέβαινε οι μελλόνυμφοι να μη γνωρίζονται καθόλου, αφού οι αυστηροί οικογενειακοί κανόνες του Κώδικα του Γκια Λονγκ επέβαλαν στις γυναίκες απόλυτη απομόνωση μέχρι την ημέρα του γάμου τους. Ακόμα και η ίδια η τελετή του γάμου περιοριζόταν πολλές φορές στο ελάχιστο από πλευράς τυπικού, πράγμα που σήμαινε πως αρκούσε μια συμφωνία ανάμεσα στους γονείς του γαμπρού και της νύφης, η οποία επικυρωνόταν επίσημα με την ανταλλαγή δώρων· από τη στιγμή εκείνη, χωρίς καμιά άλλη διαδικασία, οι δύο νέοι θεωρούνταν αντρόγυνο και ο σύζυγος έπαιρνε στο σπίτι του τη νύφη, η οποία γινόταν ένα είδος προσωπικής ιδιοκτησίας του. Σήμερα βέβαια, τουλάχιστον στις πόλεις, ο γάμος γίνεται κατά τον δυτικό τρόπο, με μια απλή τελετή μπροστά στις θρησκευτικές ή τις πολιτικές αρχές. Σιγά-σιγά, μάλιστα, η νέα αυτή συνήθεια αρχίζει να διαδίδεται και στα χωριά, εις βάρος των παλιών εθίμων, που μοιάζουν καταδικασμένα να εξαφανιστούν με τον καιρό. Πάρα πολλές, ωστόσο, είναι οι γαμήλιες παραδόσεις και τα έθιμα ανάμεσα στις διάφορες εθνικές μειονότητες του Β. Οι φυλές που διατηρούν ακόμα τον θεσμό της πολυγαμίας είναι λιγοστές, περιορισμένες στις μάλλον απρόσιτες ΒΔ περιοχές. Στα μέρη εκείνα, η πρώτη σύζυγος έχει τεράστιο κύρος σε σύγκριση με τις επόμενες, που στην πραγματικότητα δεν θεωρούνται παρά απλές παλλακίδες. Αυτές οι δευτέρου βαθμού σύζυγοι, παραδείγματος χάριν, δεν έχουν σε καμία περίπτωση δικαίωμα να συνοδεύσουν δημόσια τον άντρα τους ούτε τους επιτρέπεται να καθίσουν μαζί του στο τραπέζι· πρέπει να κάθονται κουβαριασμένες καταγής, παραχωρώντας όλα τα προνόμια στην πρώτη γυναίκα. Μοναδική είναι μια παλιά συνήθεια, που εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα σε μερικές από τις φυλές Κα, που ζουν στους ορεινούς όγκους της Αναμιτικής Κορδιλιέρας και συγκαταλέγονται στα λιγότερο ανεπτυγμένα φύλα του Β.: αφού οι γονείς επιλέξουν τους δύο νέους που θα ενωθούν με τα δεσμά του γάμου, το έθιμο απαιτεί να λερωθεί η νύφη με τον χειρότερο τρόπο. Τη βάζουν πρώτα να φορέσει τα πιο κουρελιασμένα ρούχα που υπάρχουν στο σπίτι και μετά της μουτζουρώνουν το πρόσωπο με κάρβουνο. Έπειτα, σαν να μην έφταναν αυτά, την κυλούν στη λάσπη. Όταν καταντήσει κυριολεκτικά αξιοθρήνητη, οδηγείται από τα αδέλφια της και τις αδελφές της μπροστά στο σπίτι του γαμπρού, ο οποίος, μόλις τη βλέπει, της λέει λόγια θαυμασμού για την ομορφιά της και της υπόσχεται να τη λατρεύει αιώνια. Έτσι το θέλει η λαϊκή αντίληψη: όσο πιο μεγάλη είναι η αγάπη ανάμεσα στο ζευγάρι τόσο πιο βρόμικη να παρουσιάζεται η νύφη στον γαμπρό. Η μεγάλη γιορτή του Τετ. Η βιετναμέζικη Πρωτοχρονιά, όπως και η κινεζική, τοποθετείται περίπου στο μέσον της χρονικής απόστασης μεταξύ χειμερινού ηλιοστασίου και εαρινής ισημερίας, ανάμεσα δηλαδή στο τελευταίο δεκαήμερο του Ιανουαρίου και στο πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου. Η αρχή του ηλιακού έτους περνά απαρατήρητη, γιατί μικρή μονάχα είναι η σημασία της για τον Βιετναμέζο χωρικό. Αντίθετα, η αρχή του σεληνιακού έτους (αυτή που εορτάζεται) είναι το σύμβολο του βαθύτατου δεσμού του ανθρώπου με τη φύση: το Τετ (Πρωτοχρονιά), που υποδηλώνει το ξύπνημα της φύσης, συμβολίζει συνάμα και την αρχή μιας νέας ζωής, την ανανέωση των ελπίδων. Η άμεση αυτή σύνδεση της Πρωτοχρονιάς με τη φύση δίνει στο Τετ και τον χαρακτήρα του, που είναι χαρακτήρας μιας αγροτικής κυρίως γιορτής· και καθώς στο Β. οι χωρικοί αποτελούν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού, φυσικό είναι το Τετ να θεωρείται η σπουδαιότερη γιορτή ολόκληρου του χρόνου. Οι εορταστικές εκδηλώσεις αρχίζουν επτά μέρες πριν από τον νέο χρόνο, τη στιγμή δηλαδή που σύμφωνα με την παράδοση το ιερό πνεύμα της οικογενειακής εστίας, το Τάο-κουάν, εγκαταλείπει το σπίτι για να πάει στον ουρανό, κοντά στον αυτοκράτορα της Γκιάντα, στον οποίο κάνει ένα είδος αναφοράς για τη συμπεριφορά των μελών της οικογένειας που έχει υπό την προστασία του, στη διάρκεια της χρονιάς που πέρασε. Το Τάο-κουάν είναι μια θεότητα, η οποία απαρτίζεται από τρεις προσωπικότητες ενωμένες σε μία: οι τρεις πλίθρες της πυροστιάς του σπιτιού, που χρησιμεύουν για να ακουμπά ο χωρικός τις χύτρες του, συμβολίζουν ακριβώς το τρισυπόστατο του πνεύματος αυτού, που αποτελείται από δύο άντρες και μία γυναίκα. Με την έναρξη της γιορτής προσφέρονται διάφορα δώρα στους προγόνους, ως εξευμενισμός στο Τάο-κουάν, για να παραβλέψει μερικά παραστρατήματα και να παρουσιάσει μια ευνοϊκή αναφορά στον ουρανό. Τις μέρες εκείνες τα καταστήματα και οι αγορές πλημμυρίζουν από κόσμο. Αγοράζουν όλοι όχι μόνο ρούχα και εκλεκτά φαγητά αλλά και πολλά είδη για το σπίτι, δώρα, ιερές εικόνες, φυλαχτά, τα περίφημα φυτά κουάτ με τα κόκκινα φρούτα, λουλούδια και τεράστιες ποσότητες πυροτεχνημάτων. Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς βρίσκει μαζεμένους γύρω από το τζάκι όλους τους συγγενείς, ακόμα και εκείνους που κατοικούν μακριά· οι γυναίκες ετοιμάζουν για την περίσταση ειδικά φαγητά και γλυκίσματα –ανάμεσα σε αυτά και το παραδοσιακό μπανχ-τσουνγκ (ένα είδος κεφτέδων από ρύζι, ξεφλουδισμένα φασόλια και παχύ χοιρινό). Στην εξοχή, οι προετοιμασίες για το Τετ κορυφώνονται με το στήσιμο, στη μέση της πλατείας του χωριού –μπροστά στο ντινχ– του πατροπαράδοτου κάι-νέου· πρόκειται για ένα μεγάλο καλάμι μπαμπού, ύψους πέντε ή έξι μέτρων, καθαρισμένο από κλαριά και φύλλα, εκτός από την κορυφή, όπου του αφήνουν μια πράσινη πυκνή τούφα. Στο σημείο αυτό τοποθετούν ένα στεφάνι από μπαμπού, από το οποίο κρεμούν ψαράκια, καμπανούλες και κανχ (αγαλματάκια από ψημένο πηλό σε σχήμα νυχτερίδας), που καθώς κουνιούνται ελαφρά από το αεράκι παράγουν έναν γλυκύτατο ήχο. Πάνω από το καλαμένιο στεφάνι κρεμούν διάφορα αναθηματικά αντικείμενα, καθώς και ένα στεφάνι από αγκάθια. Όταν νυχτώσει, ανάβουν στην κορυφή του μπαμπού μια λαμπάδα. Το κάι-νέου φωτίζει έτσι και δείχνει τον δρόμο στα πνεύματα, που θα έρθουν με τον νέο χρόνο στα σπίτια των συγγενών τους, ενώ συγχρόνως ξορκίζει και τρομάζει (με το αγκάθινο στεφάνι και τα καμπανάκια του) τα κακά πνεύματα. Ακόμα, τη βραδιά της παραμονής, οι πόρτες όλων των σπιτιών κλείνουν και μανταλώνονται προσεκτικά· οι δρόμοι ερημώνουν· ο αρχηγός κάθε οικογένειας ανάβει τότε λιβάνι πάνω στον μικρό βωμό των προγόνων και αποθέτει σε ένα ράφι μερικά ποτηράκια με οινόπνευμα φτιαγμένο από ρύζι, μερικές κούπες τσάι, ένα βάζο με λουλούδια και μια γαβάθα με καθαρό νερό. Αυτή τη νύχτα δεν θα κοιμηθεί κανείς: πρέπει όλοι να είναι ξύπνιοι όταν έλθει ο νέος χρόνος. Ακριβώς τα μεσάνυχτα, ο αρχηγός της οικογένειας αρχίζει να λέει τις πατροπαράδοτες προσευχές, με τα χέρια ενωμένα και το κεφάλι σκυμμένο μπροστά, ενώ αμέσως μετά, με έναν θόρυβο εκκωφαντικό, εκρήγνυνται τα βαρελότα και τα πυροτεχνήματα, που δεν απουσιάζουν από καμία εορταστική εκδήλωση στο Β. Η άφιξη του νέου χρόνου χαιρετίζεται με άφθονες σπονδές και γενναίο φαγοπότι, όπου καταναλώνονται κυρίως κρεμμύδια αρμυρισμένα μέσα σε σαλαμούρα, παχύ χοιρινό κρέας και οι παραδοσιακοί κεφτέδες μπανχ-τσουνγκ. Τα χαρακτηριστικά του βιετναμέζικου σπιτιού. Τώρα πια, το παραδοσιακό βιετναμέζικο σπίτι δεν υπάρχει παρά μόνο στις αγροτικές περιοχές. Είναι ένα σύμπλεγμα κατασκευών από ξύλο μπαμπού, που κλείνουν τις τρεις από τις τέσσερις πλευρές μιας μεγάλης αυλής, η ανοιχτή πλευρά της οποίας χρησιμεύει ως πέρασμα για τα κάρα και τους ανθρώπους. Στους χώρους των δύο πλευρών στεγάζονται ο στάβλος, το κοτέτσι, η σιταποθήκη και διάφορα κελάρια, ενώ στο κτίσμα του βάθους της αυλής βρίσκεται το σπίτι. Αν ο χωρικός είναι πολύ φτωχός, και οι τρεις χώροι (σιταποθήκη, στάβλος και κατοικία) συγκεντρώνονται στην ίδια στέγη και χωρίζονται απλώς με παραπετάσματα από μπαμπού. Το σπίτι του Βιετναμέζου είναι συνήθως φτιαγμένο πάνω στο χώμα, ακόμα και στις ζώνες του Δέλτα του Τονκίν: την εποχή που τα νερά πλημμυρίζουν, το Δέλτα αφήνει αναρίθμητα μικρά λοφάκια άμμου που δεν τα σκεπάζει το νερό κι επάνω σε αυτά ακριβώς τα νησάκια χτίζονται τα σπίτια και τα χωριά. Οι στέγες των σπιτιών είναι από μπαμπού, καμιά φορά όμως και από ρυζόψαθα. Το δάπεδο, συνήθως από μπαμπού και αυτό, κατασκευάζεται σε ορισμένες περιπτώσεις και από τούβλα. Ο Βιετναμέζος κρατά ζηλότυπα για τον εαυτό του καθετί που αφορά το σπίτι ή την οικογένειά του: όχι μόνο δεν μιλά ποτέ σε έναν ξένο για την οικογενειακή του ζωή, την αγάπη του για τους δικούς του ή τα προβλήματά του, αλλά αποφεύγει με ιδιαίτερη φροντίδα έστω και την ακούσια ανάμειξη ενός τρίτου στις ιδιωτικές του υποθέσεις. Για τον λόγο αυτό, εκείνο από τα τρία κτίσματα που αποτελεί την κατοικία του (ακόμα και στις πόλεις) έχει τα παράθυρά του σχεδόν πάντα τοποθετημένα έτσι ώστε να βλέπουν μονάχα στην εσωτερική αυλή· το σπίτι περιβάλλεται από έναν ψηλό φράχτη ή από πασσάλους, στην εξοχή, και στις πόλεις από μια πέτρινη μάντρα ή έναν τοίχο από τούβλα. Φυσικά, τα τελευταία χρόνια, που στις πόλεις έχουν αρχίσει να υψώνονται μοντέρνα οικοδομικά συγκροτήματα, η παλαιά αυτή συνήθεια γίνεται όλο και σπανιότερα σεβαστή. Τέλος, στις πιο υπανάπτυκτες περιοχές της χώρας (ανάμεσα στους ορεσίβιους της φυλής Γιάο, στα βορειοδυτικά, και της φυλής Μόι του Ανάμ), τα σπίτια χτίζονται ακόμα πάνω σε πασσάλους, για προστασία από τις τίγρεις. Πρόκειται συνήθως για κτίσματα ορθογώνια από μπαμπού, πολύ μακρόστενα, που έχουν όλους τους χώρους τους διατεταγμένους στο μήκος ενός κεντρικού διαδρόμου. Η στέγη των σπιτιών αυτών είναι από ξεραμένα χόρτα, ανακατεμένα με κοπριά βουβάλου και με λάσπη. Κουζίνα. Η ντόπια βιετναμέζικη κουζίνα, που μοιάζει με την κινεζική αλλά είναι πιο ελαφριά και πιο απλή, είναι πάντως αρκετά πικάντικη, με άφθονα καρυκεύματα. Ανάμεσα στις εγχώριες σπεσιαλιτέ ξεχωρίζει το τσα-γκιο, μπουρεκάκια γεμισμένα με κρέας από οστρακόδερμα, χοιρινό, πάστα και λαχανικά. Άλλα βιετναμέζικα φαγητά είναι το τσάο-τομ (καραβίδες πικάντικα καρυκευμένες, τυλιγμένες γύρω από ένα ζαχαροκάλαμο και ψημένες), το μπομπάι-μον (που σημαίνει επτά πιάτα κρέας), το φο (σούπα με μικρά κομματάκια κρέας) και φυσικά το ρύζι. Στο Β., το ρύζι είναι πράγματι ο αληθινός βασιλιάς του τραπεζιού, αφού, είτε σερβίρεται σκέτο είτε μαγειρεμένο μαζί με άλλα πράγματα, αποτελεί οπωσδήποτε απαραίτητο πιάτο τόσο για το γεύμα του φτωχού, του οποίου τις καθημερινές είναι συχνά το μοναδικό φαγητό, όσο και γι’ αυτό του πλούσιου. Συνήθως το ρύζι παρουσιάζεται στο τραπέζι βραστό, γαρνιρισμένο με νουόκ-μαμ και λαχανικά. Νουόκ-μαμ ονομάζεται μια σάλτσα, που δεν λείπει σχεδόν από κανένα βιετναμέζικο φαγητό.Η καλύτερη εποχή για ένα ταξίδι στο Β. είναι η περίοδος της ξηρασίας, δηλαδή από τον Νοέμβριο μέχρι τον Μάρτιο (ειδικά όμως για το Ανάμ και το Τονκίν, από τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο). Στο σύνολό του, το οδικό δίκτυο της χώρας είναι αρκετά καλό. Το Ανόι, εκτός από μερικά πολύ ωραία πάρκα (Πετί Λακ, Γκραν Λακ) έχει ορισμένα ιστορικά οικοδομήματα (Παγόδα του Μεγάλου Βούδα, Παγόδα του Βαν Μιέου, Παγόδα του Νησιού του Γκιάντα, Παγόδα Μοτ Κοτ ή της μοναδικής κολόνας, Παγόδα του Λανγκ), διαθέτει αρκετούς ναούς στον δρόμο προς το Ναμ Ντινχ καθώς και ένα ιστορικό μουσείο πλούσιο σε αξιόλογους καλλιτεχνικούς θησαυρούς. Πολυάριθμα μνημεία μπορεί να επισκεφθεί και όποιος πάει στο Τονκίν: το Τσνα Τραμ (βουδιστικός ναός του 17ου αι. με εντυπωσιακά αγάλματα, χτισμένος στους βράχους κοντά στο Ανόι), τους ναούς Θάι Φουόνγκ και Μπουτ Θαπ, τον ναό Φατ Τιχ με τα αγάλματα του 11ου αι. και ακόμα τους ναούς και τη νεκρόπολη του Μπακ Νινχ. Στο βόρειο Ανάμ ο ταξιδιώτης πρέπει να δει το Θανχ Χόα (κάστρο, βασιλικοί τάφοι, ανάκτορα του Χο, Ναός της Λογοτεχνίας, τάφος του στρατηγού Ντο, και ακόμα, εκεί κοντά ο ναός Φο Κατ και το σπήλαιο Νχόι του 18ου αι., όπου σώζονται ανάγλυφες παραστάσεις και τοιχογραφίες, καθώς και η ωραία αμμουδιά του Σαμ Σον). Ολόκληρη η βόρεια ορεινή περιοχή, στα δυτικά του Ερυθρού Ποταμού και κοντά στα σύνορα της χώρας με το Λάος και με την κινεζική επαρχία του Γιουνάν, έχει επονομαστεί Ελβετία του Τονκίν και είναι πλούσια σε φυσικές ομορφιές· οι πιο γνωστές πόλεις εδώ είναι η Ταμ Ντάο και η Τσα Πα. Δεν είναι όμως λιγότερο ενδιαφέρουσα και η ορεινή περιοχή του Λανγκ Σον και του Κάο Μπανγκ, στα ανατολικά του Ερυθρού Ποταμού, όπου βρίσκονται και οι φημισμένες λίμνες Μπα Μπε. Δίχως αμφιβολία, όμως, το σπουδαιότερο αξιοθέατο του Τονκίν –που αποτελεί και ένα από τα γοητευτικότερα φυσικά τοπία ολόκληρης της Ασίας– είναι ο όρμος της Αλόνγκ. Μπορεί να φτάσει κανείς εκεί είτε από τη Χαϊφόνγκ ή καλύτερα από τη Χον Γκάι, που είναι και πλησιέστερη· μια κρουαζιέρα με πλοιάριο για μια ολόκληρη μέρα δίνει την ευκαιρία στον επισκέπτη να περιπλανηθεί στον πανέμορφο αυτό όρμο, μέσα σε έναν λαβύρινθο από νησιά και νησάκια, με βράχια σε φανταστικά σχήματα, που άλλοτε δημιουργούν ένα σκηνικό γραφικό και ήρεμο και άλλοτε τρομερό και μεγαλοπρεπές. Από τη Χαϊφόνγκ (ωραία παραλία στο Ντο Σον) είναι εύκολο να φτάσει κανείς οδικώς στη Μονγκ Κάι, πιο όμορφη όμως είναι η θαλασσινή διαδρομή ανάμεσα στα νησάκια, πολύ κοντά στην ακτή, τα οποία αποτελούν τη συνέχεια των νησιών του όρμου της Αλόνγκ. Στο νότιο τμήμα του Β., η πόλη Χο Τσι Μινχ (πρώην Σαϊγκόν) προσφέρει τώρα πια ελάχιστες μαρτυρίες του ιστορικού παρελθόντος της χώρας, διατηρεί όμως σε μερικά μέρη την ιδιότυπη, κάπως ρομαντική ατμόσφαιρα της παλιάς πρωτεύουσας της Ινδοκίνας, με τη σφραγίδα της αποικίας. Εκτός από μια επίσκεψη στο Εθνικό Μουσείο, ο ταξιδιώτης μπορεί να κάνει μια βόλτα με πλοιάριο στο ποτάμι, να επισκεφθεί την Παγόδα Ξα Λόι, το γραφικό παζάρι λουλουδιών, τον ναό-μαυσωλείο του στρατηγού Λε Βαν Ντουγιέτ, και από εκεί να φτάσει στη γειτονική πόλη Τσολόν. Αν θέλει να απομακρυνθεί κάπως περισσότερο, μπορεί να διαλέξει την Μπιέν Χόα και το Θου Ντάου Μοτ (που φημίζεται για τα χειροτεχνήματά του), την Τάι Νινχ (ναός του Κάο Ντάι) καθώς και τη Βουνγκ Τάου (πρώην Καπ Σεν-Ζακ) και τη Λονγκ Χάι, που και οι δύο είναι μέρη για μπάνιο. Οπωσδήποτε όμως το πιο γοητευτικό μέρος για μια ολιγοήμερη παραμονή είναι η πόλη Ντα Λατ· από εκεί μπορεί να επισκεφθεί τα γειτονικά χωριά των ιθαγενών Μόι, να κάνει υπέροχες εκδρομές στο οροπέδιο, το τόσο πλούσιο σε λίμνες, δάση και καταρράκτες, και ακόμα να λάβει μέρος σε κυνήγι μεγάλων θηραμάτων. Στις ακτές Νχα Τρανγκ, εξάλλου, βρίσκονται οι ωραιότερες παραλίες για μπάνιο, στο κέντρο μιας πανοραμικής σκηνογραφίας που διασχίζεται από την Οδό των Μανδαρίνων· όλη η περιοχή που απλώνεται στα νότια της Νχα Τρανγκ φιλοξενεί τις τελευταίες φυλές των Τσαμ, που παρουσιάζουν εξαιρετικό λαογραφικό ενδιαφέρον και είναι πλουσιότατη σε αρχαία μνημεία της πολύχρονης ιστορίας τους (Πύργοι Τσαμ). Λίγο βορειότερα βρίσκεται η παλαιά Τουράν, σε έναν υπέροχο κόλπο, με τα θαυμάσια μαρμάρινα βουνά της (βουδιστικά μοναστήρια), καθώς και μερικά λείψανα της τέχνης των Τσαμ (στα περίχωρα και στο τοπικό μουσείο). Τέλος, ανεβαίνοντας ακόμα λίγο βορειότερα, φτάνει κανείς στη Χουέ, την παλαιά πρωτεύουσα της αναμιτικής αυτοκρατορίας, σημαντικό πολιτιστικό κέντρο και πλουσιότατο σύμπλεγμα των αυτοκρατορικών οικοδομημάτων, που θυμίζει το Πεκίνο, αλλά σήμερα έχει υποστεί βαρύτατες καταστροφές. Αξίζει να αναφερθούν ιδίως η Παγόδα Λινχ Μου του 1600, η Παγόδα Θιέν Μου με τον πύργο του Κομφουκίου, ο ναός του Βαν Μιέου (ή του Κομφουκίου), η Πλατεία των Θυσιών και οι έξι αυτοκρατορικοί τάφοι, περιτριγυρισμένοι από γραφικούς κήπους, λιμνούλες και μικρά δάση. Τα μεγαλοπρεπή ερείπια του ιερού του Φαν Ραγκ, ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του λαού του Βιετνάμ στη δυναστική περίοδο. Άποψη του όρμου του Χαλόνγκ στον κόλπο του Τονκίν (φωτ.Cascio). Βιετναμέζος εργάτης στο εργοστάσιο της BMW στο Ανόι. Εσωτερικό ναού της συγκρητιστικής θρησκείας Κάο Ντάι, στα περίχωρα της Σαϊγκόν (φωτ. Cascio). Ο χορός του δράκου στο προαύλιο των φυλακών Χόα Λο (¨"Χίλτον του Ανόι", όπως τις αποκαλούν). Προσευχή και προσφορές στον ναό Χούα Κάο. Χαρακτηριστικός τύπος Βιετναμέζας αγρότισσας των ορεινών περιοχών της χώρας. Χαρτονόμισμα των 100.000 ντονγκ του Βιετνάμ που απεικονίζει -ποιον άλλον?- τον Χο Τσι Μινχ. Επίσημη ονομασία: Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ Προηγούμενη ονομασία: Βόρειο Βιετνάμ (Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ) και Νότιο Βιετνάμ (Δημοκρατία του Βιετνάμ) Πληθυσμός: 81.098.416 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ανόι (1.372.800 κάτ. το 2002) Έκταση: 331.114 τ. χλμ. Αεροφωτογραφία του ποταμού Μεκόνγκ που διαρρέει μεγάλο τμήμα του Βιετνάμ, από δορυφόρο της ΝΑΣΑ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov). Άποψη ενός τμήματος του λιμανιού της Χο Τσι Μινχ (Σαϊγκόν). Η πόλη αναπτύχθηκε υπό την αποικιακή επίδραση με βάση ένα αρμονικό πολεοδομικό σχέδιο, έστω και αν αργότερα οι bidonvilles και οι πλωτές συνοικίες των «σαμπάν» δημιούργησαν πολεοδομική σύγχυση. Ένας δρόμος του Ανόι γεμάτος ποδήλατα, τα οποία αποτελούν συνηθισμένο μεταφορικό μέσο. Στιγμιότυπο από ένα πρωτόγονο σύστημα άρδευσης στους ορυζώνες. Κανόνια του 18ου αι. Την πρώτη πεντηκονταετία αυτού του αιώνα, οι αγροτικές εξεγέρσεις που πλήθαιναν ολοένα και περισσότερο προκάλεσαν την κρίση του φεουδαρχικού συστήματος και τις πρώτες ζυμώσεις και ταραχές στο πλαίσιο ορισμένων αστικών ομάδων. Ο Χο Τσι Μινχ λατρεύτηκε σαν αρχηγός, οδηγός και συνάμα προφήτης του Βιετνάμ, από τον αγροτικό πληθυσμό της χώρας. Ο Χο Τσι Μινχ διετέλεσε πρόεδρος του Κόμματος των Εργατών, το οποίο ίδρυσε ο ίδιος το 1951 και του οποίου υπήρξε αδιαμφισβήτητος ηγέτης μέχρι τον θάνατό του. Χρονιά-σταθμός στη σταδιοδρομία του Χο Τσι Μινχ αποτελεί το 1941, όταν ιδρύει ένα ενιαίο δημοκρατικό αγωνιστικό μέτωπο (Βιέτ-Μινχ) για την απελευθέρωση και την ανεξαρτησία του Βιετνάμ. Δείγμα του τεχνολογικού πολιτισμού που έφεραν στο Βιετνάμ οι αποικιακές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου της Ινδοκίνας (1946-54). Παρότι οι αποικιακές δυνάμεις προσπάθησαν να εκσυγχρονίσουν το Βιετνάμ, η χώρα διατήρησε τον αγροτικό της χαρακτήρα. Οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να υποκύψουν στο Ντιεν Μπιεν Φου το 1954. Με την ήττα της Ιαπωνίας στο Βιετνάμ (1945), ο Χο Τσι Μινχ και ο Γκιάπ ανέλαβαν την ηγεσία του λαού τους, για να αγωνιστούν ενάντια στην επιστροφή των Γάλλων. Ο Νγκουγιέν Βαν Τρόι. Ο νεαρός ηλεκτρολόγος από τη Σαϊγκόν φυλακίστηκε ύστερα από μια απόπειρα εναντίον του Μακ Ναμάρα· επιχείρησε να αποδράσει, συνελήφθη όμως και εκτελέστηκε για να εξυψωθεί έτσι σε σύμβολο της αντίστασης. Αμερικανικά στρατεύματα στο Βιετνάμ. Ο Βο Νγκουγιέν, πιο γνωστός με το όνομα Γκιαπ, συμμετείχε στην ίδρυση του Βιέτ- Μινχ, δηλαδή της Ένωσης για την ανεξαρτησία του Βιετνάμ. Η υπογραφή των Συμφωνιών του Παρισιού τον Ιανουάριο του 1973 αποτέλεσε σημαντικό ορόσημο στον δύσκολο δρόμο προς την ειρήνη. Στιγμιότυπο από την ημέρα της απελευθέρωσης της Σαϊγκόν. Οι ηθοπλαστικοί μύθοι με πρωταγωνιστές διάφορα ζώα και η πολιτική προπαγάνδα είναι από τις κυριότερες πηγές έμπνευσης της λογοτεχνίας. Ένα μπρούτζινο λυχνάρι (Μουσείο Γκιμέ, Παρίσι). Ένα χάλκινο αγγείο του 1ου αι. π.Χ. (Ιστορικό Μουσείο, Ανόι). Ένας χάλκινος καθρέφτης του 4ου αι. μ.Χ. (Μουσείο Γκιμέ, Παρίσι). Ένα μπρούντζινο ταμπούρλο που συνόδευε με τους ήχους του τις εξιλαστήριες τελετές στις βιετναμέζικες κοινότητες την εποχή της άνθησης του πολιτισμού «Ντονγκ Σον» (Μουσείο Γκιμέ, Παρίσι). Ένα πρόπλασμα βιετναμέζικου σπιτιού που ανάγεται στην εποχή της κυριαρχίας των Χαν (Μουσείο Γκιμέ, Παρίσι). Στιγμιότυπο από μια παραδοσιακή θεατρική παράσταση. Το θέατρο ήταν και είναι πάντα ένα αποδοτικό μέσο πολιτικής και αγωνιστικής προπαγάνδας με απήχηση στον λαό. Εσωτερικό του ναού του Κάο Ντάι στην Τάι Νινχ. Ο καονταϊσμός γεννήθηκε από τη συγχώνευση διαφόρων θρησκειών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η χριστιανική. Εορτασμός του Θρουνγκ Θου, γιορτή που πέφτει στα μέσα του φθινοπώρου και θυμίζει τον μύθο ενός αυτοκράτορα, ο οποίος χάρη στη μεγάλη ομορφιά του έγινε δεκτός στη σελήνη. Πύργοι της φυλής των Τσαμ, στο Αν Νον (Μπινχ Ντινχ). Από την εποχή της δυναστείας των Λι αρχίζει να αναπτύσεται στους Βιετναμέζους η συνείδηση της εθνικής και εδαφικής ταυτότητας, η οποία, αν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί με αυστηρά κριτήρια ως «εθνική συνείδηση» τους οδηγεί, ωστόσο στο να αντιταχθούν, στον νότο στη φυλή των Τσαμ και στον βορρά στη μεγάλη κινεζική αυτοκρατορία. Ένα τοπίο στα περίχωρα της πόλης Ντα Λατ, που βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 1.500 μ. στο νότιο τμήμα των υψιπέδων του Ανάμ. Το Βιετνάμ είναι μια εθνικά συμπαγής χώρα, χωρίς σημαντικές μειονότητες, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές. Οι μανδαρίνοι ήταν ένα ιδιαίτερο αστικό φαινόμενο της νοτιοανατολικής Ασίας, που ξεκίνησε από την Κίνα. Ένα κατάστημα στολισμένο για την Πρωτοχρονιά «Τετ», την πιο σπουδαία γιορτή του βιετναμέζικου ημερολογίου.
Dictionary of Greek. 2013.